Του David Sheppard
H αποτυχία του ΟΠΕΚ+ να καταλήξει σε συμφωνία για την αύξηση της παραγωγής οδήγησε τις τιμές του αργού στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών τουλάχιστον ετών.
Το Brent, διεθνής δείκτης αναφοράς, άγγιξε τα 77,84 δολάρια το βαρέλι την Τρίτη -το υψηλότερο επίπεδο από το 2018- ενώ η αμερικανική ποικιλία WTI σκαρφάλωσε στα 76,98 δολάρια -το υψηλότερο επίπεδο από το 2014.
Γιατί ο ΟΠΕΚ+ δεν κατέληξε σε συμφωνία;
Τα μέλη του ΟΠΕΚ+ συμφωνούν για την ανάγκη αύξησης της παραγωγής αργού, καθώς η ζήτηση αρχίζει να υπερβαίνει την προσφορά. Αλλά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ένα από τα πιο ισχυρά μέλη μετά τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία, αρνήθηκαν την παράταση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε τον Απρίλιο του περασμένου έτους -όταν οι τιμές του αργού βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση-, αν δεν υπάρξει πρώτα συμφωνία να επανεξεταστεί ο τρόπος που υπολογίζεται ο στόχος για το επίπεδο παραγωγής.
Τούτο μπορεί να φαίνεται ως μια δευτερεύουσα διαφωνία, όταν υπάρχει ούτως ή άλλως η συναίνεση για αύξηση της προσφοράς, αλλά τα ΗΑΕ έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια για να αυξήσουν την παραγωγική ικανότητα. Θεωρούν ότι το λεγόμενο βασικό επίπεδο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του στόχου για την παραγωγή είναι ξεπερασμένο και δεν αντανακλά τη νέα παραγωγική τους ικανότητα, το οποίο σημαίνει ότι μειώνουν αναλογικά μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του από τα άλλα μέλη.
Ο υπουργός Ενέργειας της χώρας έχει διαμηνύσει ότι θα συνεχίσει με το αρχικό βασικό επίπεδο αναφοράς ως τον Απρίλιο του 2022 -όταν και λήγει η περσινή συμφωνία-, αλλά δεν μπορεί να συμφωνήσει να το επεκτείνει, χωρίς αναθεώρηση.
H Σαουδική Αραβία, στενός της σύμμαχος ως τώρα, θέλει η συμφωνία να παραταθεί ως το τέλος του επόμενου έτους, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη σαφήνεια στην αγορά.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν ένα δίκιο. Αλλά αν ο ΟΠΕΚ+ συμφωνούσε να επανεξετάσει το βασικό επίπεδο αναφοράς για μια χώρα, τότε θα πιεζόταν να το κάνει αυτό για κάθε άλλο μέλος της συμμαχίας, και σε κάποιους δεν θα άρεσε το αποτέλεσμα.
Η Ρωσία, η οποία δεν είναι μέλος του ΟΠΕΚ, συνεργάζεται με τον οργανισμό από το 2016. Αλλά είναι μεταξύ των χωρών όπου ο στόχος για την παραγωγή μπορεί να πέσει μετά από μια τέτοια αναθεώρηση.
Οι σχέσεις της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται, καθώς η μία χώρα αντιμετωπίζει την άλλη ως ανταγωνιστή στην περιοχή του Κόλπου.
«Οι πιο άσπονδοι σύμμαχοι πριν από λίγο καιρό, οι δύο χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν πλέον διαφορετικές απόψεις σε μια σειρά από ζητήματα: τον πόλεμο στην Υεμένη, τις σχέσεις με το Ισραήλ ή το Κατάρ και την πρόθεση των Σαουδαράβων να ανταγωνιστούν τα ΗΑΕ ως τουριστικό και επιχειρηματικό κόμβο», δήλωσε ο Τάμας Βάργκα της πετρελαϊκής PVM.
Ποια θα είναι η πορεία των τιμών του αργού;
Έχουν ήδη εκτιναχτεί. Ο οργανισμός σχεδίαζε να αυξήσει την παραγωγή κατά 400.000 βαρέλια την ημέρα κάθε μήνα μέχρι τουλάχιστον το τέλος του έτους, προσθέτοντας 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα (ή περίπου 2% της ζήτησης πριν την πανδημία) στην αγορά, αναστρέφοντας σταδιακά την τεράστια περικοπή κατά 10 εκατ. βαρέλια την ημέρα, που συμφωνήθηκε στο απόγειο της περσινής κρίσης.Χωρίς συμφωνία, η παραγωγή θα μείνει αμετάβλητη, το οποίο σημαίνει μια πιο σφιχτή αγορά αργού στο δεύτερο μισό του έτους καθώς θα ανεβαίνει η ζήτηση. Πολλές τράπεζες προβλέπουν ότι οι τιμές θα ανέβουν άνετα πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι -μια αύξηση πάνω από 50% από τον Ιανουάριο και πάνω από το επίπεδο στο οποίο διαπραγματευόταν πριν την πανδημία.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι αν η διαφωνία αυτή παραμείνει άλυτη, θα υπονομεύσει τη συνοχή του καρτέλ και θα οδηγήσει τους παραγωγούς να αγνοούν τους στόχους για την παραγωγή. Σε ένα ακραίο σενάριο, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει και σε πόλεμο τιμών, όπως συνέβη τον περασμένο Μάρτιο όταν η Σαουδική Αραβία άνοιξε τις κάνουλες μετά από διαφωνία με τη Ρωσία για το ποια πρέπει να είναι η απάντηση στην πανδημία.
Αλλά είναι πιθανό η Σαουδική Αραβία να προτιμά μια υψηλότερη τιμή. Αναλυτές που έχουν επαφές με το βασίλειο υποστηρίζουν ότι το Ριάντ θέλει να δώσει κίνητρα στους άλλους παραγωγούς να επενδύσουν, φοβούμενο ότι υπάρχει στον ορίζοντα ο κίνδυνος ενός ελλείμματος στην προσφορά.
Είναι μια στρατηγική για την αναζήτηση της χρυσής τομής. Η Σαουδική Αραβία θέλει οι τιμές να είναι αρκετά υψηλές, ώστε να ενθαρρύνουν την πραγματοποίηση επενδύσεων, αλλά όχι τόσο υψηλές ώστε να επιταχύνουν την υιοθέτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και το τέλος της εποχής του πετρελαίου.
Θα οδηγήσουν οι υψηλότερες τιμές σε μια ευρύτερη αύξηση της παραγωγής;
Ίσως, αλλά όχι γρήγορα. Μεγάλες πετρελαϊκές όπως η BP και η Royal Dutch Sell βρίσκονται υπό πίεση να μειώσουν την παραγωγή και να επενδύσουν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες. Η επένδυση σε μεγάλα έργα - τα οποία μπορεί να έχουν διάρκεια ζωής 50 έτη- δείχνει λιγότερο βιώσιμη, όταν η ζήτηση αργού αναμένεται να κορυφωθεί την επόμενη δεκαετία.
Αλλά το αδιέξοδο αυξάνει τον κίνδυνο να κινηθεί η ζήτηση υψηλότερα γρηγορότερα από την προσφορά προτού φτάσουμε σε αυτό το σημείο, ειδικά από τη στιγμή που οι εκτός ΟΠΕΚ παραγωγοί δεν είναι διατεθειμένοι να καλύψουν το κενό. «Αν αυτός ήταν ένας οποιοσδήποτε κύκλος των τελευταίων 50 ετών, οι εκτός ΟΠΕΚ παραγωγοί θα είχαν επανενεργοποιήσει έργα και θα είχαν ήδη αυξήσε τις προβλέψεις για τις κεφαλαιακές δαπάνες. Δεν συμβαίνει το ίδιο σε αυτή την περίσταση», λέει ο Μάρτιν Ρατς, αναλυτής στη Morgan Stanley.
Τελικά, περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές μπορεί να ενθαρρύνουν τους παραγωγούς σχιστολιθικού αργού στις ΗΠΑ να «επιστρέψουν δυναμικά το 2020», ανέφερε ο Έντουαρντ Μόρς της Citi.
Τι θα συμβεί στην ευρύτερη αγορά;
Η επιστροφή του πληθωρισμού είναι ένα από τα βασικά θέματα συζήτησης το 2021 και η άνοδος των τιμών του αργού ενισχύει τους φόβους αυτούς. Ο χρυσός, ο οποίος παραδοσιακά θεωρείται αντιστάθμισμα ενάντια στον κίνδυνο πληθωρισμού, ενισχύθηκε την Τρίτη 1%, στα 1.805,7 δολάρια ανά ουγκιά.
Εκτός από τους περιορισμούς που θα δημιουργούσε στους καταναλωτές, μια άνοδος της τιμής του αργού θα μπορούσε να «εκτροχιάσει περαιτέρω το αφήγημα της Fed ότι η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού πρέπει να θεωρηθεί ως παροδική» λέει ο Τζερόεν Μπλόκλαντ, αναλυτής και πρώην διαχειριστής κεφαλαίου στη Robeco.
Αλλά προειδοποίησε ότι ο ΟΠΕΚ+ πιθανότατα γνωρίζει τους κινδύνους από μια υπερβολική άνοδο των τιμών, που θα τρόμαζε τις αγορές.
Πηγή: euro2day.com / ft.com