Ν.ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ(EUROBANK): Συναίνεση για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.

 

«Άποψή μας είναι τα μέτρα που εξετάζει και θα φέρει η κυβέρνηση στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα θα πρέπει να εστιάζονται στη μείωση των δαπανών του Δημοσίου τομέα και στην πάταξη της φοροδιαφυγής και λιγότερο στην αύξηση των φόρων που πλήττει τόσο τα ασθενέστερα στρώματα όσο και όλους τους εργαζόμενους», τόνισε πριν από λίγο ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Νικόλαος Νανόπουλος στο συνέδριο των Financial Times και κάλεσε την κυβέρνηση να επιταχύνει την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των εταίρων.

Διαπίστωσε, δε, ότι παρατηρείται κόπωση και ολιγωρία στις μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να εντείνεται η ανησυχία και η αβεβαιότητα, που υποθάλπουν τα σενάρια καταστροφής.

Τα μέτρα, είπε, θα είναι επώδυνα, αλλά και η άρνηση δεν αποτελεί λύση. «Μαγικές συνταγές και εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν», δήλωσε, ενώ κάλεσε τα πολιτικά κόμματα και την κοινωνία να επιδείξουν αλληλεγγύη και συνεργασία προκειμένου να ευοδωθεί η υλοποίηση του δύσκολου προγράμματος. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι αυτό μπορεί να γίνει και με ενδεχόμενη ενσωμάτωση προτάσεων άλλων κομμάτων.

Στο σημείο αυτό, τόνισε ότι η χώρα χαρακτηρίζεται από διεθνή ανυποληψία και ευρωπαϊκή περιθωριοποίηση, και παρά τις εύλογες αντιδράσεις το πολιτικό σύστημα πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να υλοποιήσει πιστά το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, προκειμένου η Ελλάδα να ξαναβγεί στις αγορές.

---Συγχωνεύσεις

Για το τραπεζικό σύστημα, υποστήριξε ότι οι στρατηγικές συνεργασίες αποτελούν μια εύλογη εξέλιξη, όταν όμως οι συνθήκες το επιτρέψουν. Οι κινήσεις αυτές, όταν γίνουν, πρέπει να πραγματοποιηθούν με προσοχή, με καλό σχεδιασμό και με συνεργασία των εμπλεκόμενων μερών.

Δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας και όχι κεφαλαίων, εξαιτίας της αναξιοπιστίας της χώρας.

Σε ότι αφορά την παρουσία τους στις αγορές της ΝΑ Ευρώπης, δήλωσε πως αποτελεί κίνηση υψηλής στρατηγικής σημασίας, καθώς οι επενδύσεις στις αγορές αυτές αποδίδουν, επιμερίζουν τη δεδομένη χρονική περίοδο το ρίσκο και αποτελούν πηγή κερδοφορίας.

Για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, είπε ότι από το 2007 έως σήμερα οι ελληνικές τράπεζες έχουν αντλήσει μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και πώλησης περιουσιακών τους στοιχείων κεφάλαια άνω των 12 δισ. ευρώ, ποσό που ξεπερνά και τα μερίσματα που έχουν διανείμει.

--- Δανεισμός από την ΕΚΤ

Η απεξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όσον αφορά στον δανεισμό τους, γίνεται και πρέπει να γίνει σταδιακά, καθώς ένας βίαιος απεγκλωβισμός θα οδηγούσε σε όξυνση της ύφεσης.

Στο σημείο αυτό, υπογράμμισε ότι εφόσον τηρηθεί το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα μέχρι κεραίας, το ελληνικό δημόσιο θα ανακτήσει την αξιοπιστία του και οι ελληνικές τράπεζες θα μπορέσουν να μπουν ξανά στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου.

Αυτό, όταν γίνει, θα τους δώσει τη δυνατότητα να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενίσχυση της οικονομίας και στο χτίσιμο του νέου οικονομικού μοντέλου που χρειάζεται η χώρα, το οποίο, σύμφωνα με τον κ. Νανόπουλο, πρέπει να στηρίζεται στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα και όχι σε κρατικά δεκανίκια όπως συνέβαινε δεκαετίες τώρα.

--- Αναδιαρθρώσεις και ομόλογα

Απαντώντας στον προηγούμενο ομιλητή και εκπρόσωπο του ΔΝΤ στην Ελλάδα, Bob Traa, ο οποίος σύστησε στις ελληνικές τράπεζες να αναπτύξουν καλύτερη σχέση με τους πελάτες τους προκειμένου να μειώσουν τις επισφάλειες, ο κ. Νανόπουλος είπε: «οι ελληνικές τράπεζες έχουν προχωρήσει σε αναδιαρθρώσεις 200.000 δανείων, τόσο προς τις επιχειρήσεις όσο και προς νοικοκυριά. Και παρά την επιδείνωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τους, σημειώνουν αξιοσημείωτη αντοχή».

Σε ότι αφορά τους τίτλους του ελληνικού δημοσίου που έχουν οι τράπεζες στην κατοχή τους, τόνισε ότι αυτοί διαμορφώνονται στην περιοχή του 10% κατά μέσο όρο, ποσοστό που αποτελεί μια συνήθη πρακτική.

Κλείνοντας, ο κ. Νανόπουλος, δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι το τραπεζικό σύστημα έχει κάνει την αυτοκριτική του όσον αφορά την ταχύρυθμη ανάπτυξη με ιδιαίτερα επιθετικές πρακτικές που συνέβη στη δεκαετία του 2000. Ωστόσο, τη δικαιολόγησε λέγοντας ότι αυτή ήταν σε απόλυτη ακολουθία με τους ρυθμούς ανάπτυξης της εποχής.