Σ.ΡΟΜΠΟΛΗΣ: Κοινωνική Ασφάλιση και Απασχόληση σε συνθήκες κρίσης στην Ελλάδα.

 

 

Του Σάββα Ρομπόλη

Σήμερα το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας (25,2%, 1.250.000 άτομα, Ιούνιος 2015, από 9,5% το 2009) από το οποίο το 48,5% πλήττει τους νέους και τις νέες (18-24 ετών) η μακροχρόνια ανεργία είναι 73,1% (κάθε άνεργος είναι άνεργος περισσότερο από 2,5 έτη) και σε 350.000 οικογένειες δεν υπάρχει εργαζόμενο μέλος, η ύφεση (-25% από το 2010 μέχρι το 2015), η γήρανση του πληθυσμού, η παράταση του φαινομένου της εισφοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, η ανησυχητική συρρίκνωση με διάφορους τρόπους (π.χ. PSI (2012) προκάλεσε απώλειες 12,5 δισ. ευρώ, 53%) του αποθεματικού κεφαλαίου (16,2 δισ. ευρώ το 2015 από 30 περίπου δισ. το 2010) της κοινωνικής ασφάλισης, η σταδιακή συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησης (18,9 δισ. ευρώ το 2010 και 8,6 δισ. ευρώ το 2015-2018) κλπ., παρά την μείωση των συντάξεων (-45%) και των συνταξιοδοτικών δαπανών από 38 δισ. ευρώ το 2010 σε 28 δισ. ευρώ το 2015, έχουν δημιουργήσει, μεταξύ των άλλων, σοβαρές συνθήκες δυσμενούς οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στα ασφαλιστικά ταμεία, τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους καθώς και στην αλληλεγγύη των γενεών (από την έρευνά μας προκύπτει ότι η σύγκρουση των γενεών στην Ελλάδα θα συντελεσθεί από το έτος 2035-2037 και μετά) με την έννοια ότι όσοι γεννήθηκαν μετά το 1970 η συνταξιοδοτική του παροχή θα είναι μικρότερη από την παρούσα αξία των εισφορών που κατέβαλε κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου).

Παράλληλα, εκ του αποτελέσματος πλέον προκύπτει ότι η συντελούμενη μείωση των μισθών (2010-2015) σύμφωνα με τα Μνημόνια 1 και 2 στην Ελλάδα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της οικονομίας, αντί να προωθήσει την αύξηση της απασχόλησης συνέβαλλε στην καθίζηση του επιπέδου των μισθών (-35%), στην μείωση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές (2,5 δισ. ευρώ το χρόνο), στην μεταμόρφωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της συλλογικής σύμβασης εργασίας σε ατομική διαπραγμάτευση και ατομική σύμβαση εργασίας καθώς και στην ανησυχητική αύξηση της ανεργίας. Ταυτόχρονα, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον δείκτη LABREF (Eurostat, 2015), οι νομοθετικές πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν (2000-2013) και αποσκοπούσαν στην μείωση της ανεργίας στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. 156 στην Γαλλία, 199 στην Ισπανία καθώς και αντίστοιχου περίπου επιπέδου στην Γερμανία, Σουηδία, Ελλάδα, Ιταλία, κλπ) δεν εμφανίζουν μία σοβαρή συσχέτιση με την εξέλιξη της ανεργίας, ιδιαίτερα στις Μεσογειακές χώρες της Ευρώπης. 

Ειδικότερα, στην περίπτωση της Γαλλίας με ή χωρίς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας καθ’ όλη την συγκεκριμένη περίοδο παραμένει σταθερό στο επίπεδο του 10% περίπου. 

Το ίδιο αποδεικνύεται (Ινστιτούτο Bruegel, 2013) με την μείωση των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα (2010-2013), η οποία αντί να συμβάλλει στην μείωση των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων, διαμέσου της μείωσης των συντάξεων, συνέβαλε στην αύξηση των ελλειμμάτων τους ως αποτέλεσμα της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης της απασχόλησης καθώς και των πολιτικών δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεδομένου ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας στα Μνημόνια που υλοποιούνται από το 2010 στην Ελλάδα οριοθετείται ως το ελάχιστο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας μας.   

Το Πρόβλημα 

Με αφετηρία τα δεδομένα αυτά, το κυρίαρχο πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι οι ασκούμενες πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο των πολιτικών λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης επιδιώκουν, ανεπιτυχώς, τις επιπτώσεις του δημογραφικού ελλείμματος, του ελλείμματος της απασχόλησης και του υψηλού επιπέδου ανεργίας να καλύψουν χρηματοδοτικά με την συνεχή μείωση των παροχών, την αύξηση των εισφορών, την αύξηση της ηλικίας  συνταξιοδότησης, την διεύρυνση των ανισοτήτων και την αλλαγή του συστατικού και χρηματοδοτικού χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων (ΣΚΑ).

Πιο συγκεκριμένα, η αλλαγή του χαρακτήρα του ΣΚΑ επιδιώκεται από το αόρατο χέρι των δανειστών να επιτευχθεί με την μετατόπιση του κέντρου βάρους του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος από το διανεμητικό (κοινωνική αλληλεγγύη) σε ultra-κεφαλαιοποιητικό (εξατομικευμένες ατομικές μερίδες) σύστημα κοινωνικής ασφάλισης νοητής κεφαλαιοποίησης (ιδιωτικά συνταξιοδοτικά σχήματα, βασική σύνταξη). 

Παράλληλα σε αναλογιστικούς όρους παρά τις μειώσεις των συντάξεων (σήμερα η συνταξιοδοτική παροχή (παρούσα αξία σύνταξης) αντιστοιχεί σε 1,23% (Γερμανία 1,25%) της παρούσας αξίας των εισφορών που κατέβαλε κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου) και των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 10 δις. ευρώ την περίοδο 2010-2015, το ετήσιο έλλειμμα του κλάδου της κύριας σύνταξης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2015-2020 ανέρχεται στο επίπεδο των 2,4 δισ.  ευρώ και το ετήσιο έλλειμμα του κλάδου της επικουρικής σύνταξης ανέρχεται στο επίπεδο του 1,3 δισ. ευρώ. Τη δεκαετία του 2020 η πορεία των ελλειμμάτων της κύριας και της επικουρικής ασφάλισης σε συνθήκες Baby booming (2023-2028), υψηλής ανεργίας και γήρανσης του πληθυσμού είναι σχεδόν τριπλάσια αυξητική (4% - 6%) σε σχέση με την πενταετία 2015-2020.

Η Εναλλακτική Προοπτική

Η πρόταση των δανειστών σε επίπεδο χρηματοδότησης, παροχών και μακροχρόνιας βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος συνίσταται στην επίτευξη του στόχου μέχρι το 2060 του ύψους των συνταξιοδοτικών δαπανών στο επίπεδο του 15,5% του ΑΕΠ (16,2% του ΑΕΠ το 2015) με ποσοστό αναπλήρωσης κύριας και επικουρικής σύνταξης 56,4% (48,6% κύριας και 7,8% επικουρικής) από 64,5% το 2015. 

Το προτεινόμενο από τους δανειστές ύψος των συνταξιοδοτικών δαπανών (15,5% του ΑΕΠ) καθώς και το ποσοστό (56,4%) αναπλήρωσης κύριας και επικουρικής σύνταξης, επιβλήθηκε στην Ελλάδα (Μνημόνιο 1) σε ένα περιβάλλον δημογραφικής γήρανσης (υπογεννητικότητα με ταυτόχρονη αύξηση του προσδόκιμου ζωής) και υλοποιείται με τη συνεχή μείωση των συντάξεων. 

Στην κατεύθυνση αυτή οι δανειστές προτείνουν παρεμβάσεις ασφαλιστικής πολιτικής αντίστοιχες των Βαλτικών χωρών ή της Χιλής (σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης με ατομικές μερίδες) στην βάση σχετικών μελετών στις οποίες, λανθασμένα κατά την γνώμη μας, υιοθετούν ότι οι σημερινοί δυσμενείς δείκτες της ελληνικής οικονομίας θα διατηρηθούν και στο απώτερο μέλλον. 

Για παράδειγμα, θεωρούν, λανθασμένα κατά την γνώμη μας, ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί σημαντικά την περίοδο 2015-2060 προσεγγίζοντας τα 8,5 εκατ. άτομα, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό. Επιπλέον θεωρούν, λανθασμένα κατά την γνώμη μας, ότι κατά την συγκεκριμένη περίοδο, ο ετήσιος μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι 0,7% και η ανεργία δεν θα μειωθεί κάτω από το επίπεδο του 15%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις λανθασμένες αυτές εκτιμήσεις των δανειστών εάν λάβουμε υπόψη ότι κατά την περίοδο 2023-2028 (baby booming) ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών θα κυμαίνεται από 4% μέχρι 6%, τότε γίνεται φανερό ότι σταδιακά επέρχεται κατά αναπόφευκτο τρόπο, κατά τη περίοδο 2015-2030, η αποδιάρθρωση του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στη χώρας μας. Αντίθετα, για να αποφευχθεί η αποδιάρθρωση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2015-2030 (ανατροπή του διανεμητικού χαρακτήρα ο οποίος διατηρείται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), επιβάλλεται, καταρχήν, η διατήρηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα (διανεμητικό) της κοινωνικής ασφάλισης. Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτό, η μακροχρόνια βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος (15,5% του ΑΕΠ, 2060, δαπάνες συντάξεων κατά την πρόταση των δανειστών), μπορεί εναλλακτικά να εξασφαλιστεί με ποσοστό αναπλήρωσης στα σημερινά επίπεδα (65% - 67%, όρια ηλικίας συνταξιοδότησης μέχρι 62 ετών (πρόωρες συντάξεις) και 67 ετών (πλήρεις συντάξεις), σημερινό επίπεδο ασφαλιστικών εισφορών, τριμερής χρηματοδότηση), επιτυγχάνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας σε ποσοστό 2,5% - 3%, αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης, διατήρηση του πληθυσμού της χώρας μας στα σημερινά επίπεδα και αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Με άλλα λόγια αναδεικνύεται ότι η οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά αποτελεσματική-εναλλακτική προοπτική του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα βασίζεται στην εξασφάλιση τεσσάρων καθοριστικών για το μέλλον του παραμέτρων: δηλαδή την αύξηση του ΑΕΠ, την αύξηση της απασχόλησης, την δημογραφική ανανέωση του πληθυσμού και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, οι οποίες ελλείπουν ανησυχητικά κατά την σημερινή περίοδο. 

Διαφορετικά, όπως από το 2010 μέχρι σήμερα, θα είμαστε μάρτυρες διαδοχικών περικοπών των συντάξεων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την κοινωνική συνοχή, την μετανάστευση των νέων και την φτωχοποίηση του πληθυσμού. Και τότε για αυτό που θα συμβεί θα αναρωτιόμαστε αδικαιολόγητα, γιατί;

* Ο Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: capital.gr