Οι κεντρικοί τραπεζίτες συνήθως προβληματίζονται για το πώς θα μπορέσουν να σταματήσουν να ρίχνουν φτηνό χρήμα στην αγορά. Στη συνάντηση που θα έχουν, όμως, στην Ουάσιγκτον θα αντιμετωπίσουν το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα: πώς θα πείσουν τον κόσμο να ξοδέψει αυτό το φτηνό χρήμα. Τη στιγμή που προσφέρεται σε αφθονία τόσο φτηνό χρήμα κι ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη το ιστορικό πείραμα των αρνητικών επιτοκίων, νοικοκυριά, επιχειρήσεις και τράπεζες των ανεπτυγμένων οικονομιών γυρίζουν την πλάτη τους στον δανεισμό. Είναι πλέον περιορισμένη η αύξηση των δανείων και μια σειρά από δείκτες καταδεικνύουν πως ο κόσμος έχει γίνει πολύ πιο συνετός.
Στις ΗΠΑ, τα νοικοκυριά αποφεύγουν να δανειστούν υποθηκεύοντας τα σπίτια τους και εγκαταλείπουν τη στάση αυτή που έχει θεωρηθεί ότι συνέβαλε μεν στη χρηματοπιστωτική κρίση αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη. Ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις αποταμιεύουν ρευστό, ενώ η κάθοδος της Τράπεζας της Ιαπωνίας στον κόσμο των αρνητικών επιτοκίων δεν έχει κατορθώσει να τονώσει την κατανάλωση και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων ούτε καν να ενισχύσει την αισιοδοξία πως επίκειται οικονομική ανάκαμψη.
Όσο κι αν αυξάνεται παγκοσμίως η προσφορά ρευστότητας, η ζήτηση για ρευστότητα παραμένει υποτονική. «Δεν μπορείς να δημιουργήσεις ζήτηση εκ του μη όντος», σχολιάζει Ιάπωνας αξιωματούχος που εμπλέκεται άμεσα στις συνομιλίες του G20 και προσθέτει: «Ενισχύεται παγκοσμίως η αίσθηση πως η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να θεραπεύσει όλα τα προβλήματα».
Οι ιθύνοντες που συναντώνται αυτές τις ημέρες στην Ουάσιγκτον θα εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στο πώς θα τονώσουν τη ζήτηση. Παράλληλα, η Κίνα επιβραδύνει και αναμένεται να περιορίσει τις επενδύσεις και τις αγορές πρώτων υλών όσο διαρκεί η μετάβασή της σε άλλο οικονομικό μοντέλο. Το ΔΝΤ έχει επανειλημμένως προτείνει αύξηση δαπανών σε έργα υποδομής και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που δίνουν στις οικονομίες τη δυνατότητα να αναπτύσσονται ταχύτερα. Ελλείψει τέτοιων μέτρων, η οικονομία θα παραμείνει υποτονική. Το ΔΝΤ υποβάθμισε τις προβλέψεις του για ανάπτυξη για τέταρτη φορά μέσα στο έτος. Στο μεταξύ, οι κεντρικές τράπεζες των μεγαλύτερων οικονομιών συμφωνούν πως οποιαδήποτε περαιτέρω δράση δική τους θα έχει περιορισμένο αντίκτυπο.
Μολονότι η Fed άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια τον Δεκέμβριο για πρώτη φορά μετά μια δεκαετία, μετά την κίνησή της αυτή επανήλθε το αίσθημα της σύνεσης και ο προβληματισμός για το αν μπορούν οι ΗΠΑ να διαφοροποιηθούν από τον υπόλοιπο κόσμο. Επομένως, μάλλον δεν αναμένονται νέες αυξήσεις επιτοκίων. Αντιθέτως, ΕΚΤ και Τράπεζα της Ιαπωνίας εξετάζουν την προοπτική περαιτέρω χαλάρωσης.
Ο Ανταμ Πόζεν, πρόεδρος του Peterson Institute for International Economics, επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν παγιδευθεί σε μια ανάπτυξη «χαμηλότερη αλλά βιώσιμη», της τάξεως του 2%. Η αποταμίευση αυξάνεται και μαζί της αυξάνεται και ο πλούτος των νοικοκυριών, οι πληρωμές χρέους μειώνονται ως ποσοστό του εισοδήματος και η αύξηση της κατανάλωσης είναι περιορισμένη. Εξάλλου, στην ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, επικρατεί επίσης σύνεση παρά τις προσπάθειες της ΕΚΤ να δώσει ώθηση στις δαπάνες. Οι Γερμανοί πολιτικοί ανθίστανται επί χρόνια στις εκκλήσεις να κάνουν χρήση των δυνατοτήτων που τους δίνει η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας με το χαμηλό κόστος δανεισμού και τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Οι γερμανικές επιχειρήσεις επιδεικνύουν ανάλογη τσιγκουνιά. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ύψους 1,7 τρισ. ευρώ, έχει τονώσει την αγορά κατοικίας, αλλά δεν έχει ενισχύσει τις καταναλωτικές δαπάνες ούτε τις επενδύσεις των επιχειρήσεων τόσο ώστε να ενισχύσει την ανάπτυξη και να μειώσει την ανεργία. Αν, πάντως, επιχειρήσεις και νοικοκυριά έχουν συγκεντρώσει άφθονη ρευστότητα, αυτή θα αποτελέσει «μαξιλάρι» σε περίπτωση νέας ύφεσης, η οποία θα είναι επομένως και λιγότερο σοβαρή.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) παραδέχθηκε προσφάτως πως οι νέες ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στις τράπεζες τα τελευταία χρόνια θα έχουν κόστος. Αξίζουν, όμως, τον κόπο τα οφέλη από ένα σταθερότερο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που θα μειώσει τον κίνδυνο νέων και πολύ δαπανηρών κρίσεων. Αυτή είναι η εκτίμηση της BIS, την οποία συμμερίζονται τόσο η Fed όσο και οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες.
Πηγή: reuters.com / kathimerini.gr