Από την προηγούμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι περισσότερες ειδήσεις έχουν κάνει τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη για το Μάριο Ντράγκι.
Στο οικονομικό μέτωπο, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη εξακολουθεί να υποχωρεί επικίνδυνα, πλησιάζοντας μηδενικά επίπεδα. Οι προσδοκίες για το μέγεθός του έχουν αναθεωρηθεί πτωτικά, κάτω από τα χαμηλά του καλοκαιριού. Οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας, όπως και οι δείκτες κλίματος δείχνουν επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας που τώρα επηρεάζει και τον πυρήνα της νομισματικής ένωσης.
Αναφορικά με τη νομισματική πολιτική, τα αποτελέσματα του προγράμματος στοχευμένων φθηνών δανείων (TLTRO) ήταν πολύ χαμηλότερα των προσδοκιών και επικεντρώθηκαν στην περιφέρεια. Εξέλιξη που μπορεί να δώσει νέο στίγμα και να ενθαρρύνει νέα φυγή τραπεζικών καταθέσεων στο μέλλον. Το μέγεθος του ισολογισμού της ΕΚΤ εξακολουθεί να συρρικνώνεται, ενώ τα συνολικά μεγέθη προσφοράς χρήματος και πίστωσης παραμένουν απογοητευτικά.
Τέλος, το πολιτικό και το θεσμικό περιβάλλον για τη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής έγινε πιο περίπλοκα. Οι κυβέρνησεις απέκλεισαν την πιθανότητα εγγύησης τίτλων που δεν είναι ανώτερης εξασφάλισης (non senior) ώστε να τους αγοράσει η ΕΚΤ.
Ορισμένες πολιτικές ομάδες έχουν επικρίνει την απόφαση της ΕΚΤ να επεκτείνει τον ισολογισμό της αγοράζοντας ριψοκίνδυνους τίτλους. Η οικονομική επιβράδυνση παράλληλα καθιστά τη δημοσιονομική προσαρμογή πιο δύσκολη στην εφαρμογή της για ορισμένες χώρες.
Συνοψίζοντας, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη απαιτούν περαιτέρω χαλάρωση των νομισματικών συνθηκών, ειδικότερα με την επιτάχυνση των αντισυμβατικών μέτρων δεδομένου ότι τα επιτόκια βρίσκονται σε μηδενικό επίπεδο και τα εργαλεία που έχουν απομείνει για μία τέτοια πολιτική γίνονται όλο και πιο λίγα και αμφιλεγόμενα. Είναι πρακτικά αδύνατον να επιστρέψει ο ισολογισμός της ΕΚΤ στα επίπεδα του 2012 χωρίς να υπάρξει άμεση αγορά τίτλων ABS που να μην είναι ανώτερης εξασφάλισης και κρατικών ομολόγων.
Η μόνη μεταβλητή που κινείται στη σωστή κατεύθυνση είναι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, που έχει υποχωρήσει κατά περίπου 4% έναντι του δολαρίου από τις 3 Σεπτεμβρίου. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται εν μέρει στην επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών της ευρωζώνης κι επίσης στην οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ που αποδεικνύεται καλύτερη των εκτιμήσεων και μπορεί να επιταχύνει την αύξηση επιτοκίων από τη Federal Reserve.
Ένα σημαντικό μέρος της υποχώρησης του ευρώ, όμως, αποδίδεται στην προσδοκία ότι η ΕΚΤ θα εφαρμόσει μη συμβατικά μέτρα ώστε να επαναφέρει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2%, όπως έχει ανακοινωθεί. Εάν ωστόσο, οι προσδοκίες αυτές διαψευσθούν, η υποτίμηση του ευρώ μπορεί να επιβραδυνθεί ή ακόμη και να ανατραπεί. Αυτό θα ήταν καταστροφικό.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η συναλλαγματική ισοτιμία είναι το πιο αποδοτικό κανάλι που έχει απομείνει στη νομισματική πολιτική για να επηρεάσει την πραγματική οικονομία. Μόνο ένα πιο αδύναμο ευρώ μπορεί να αυξήσει τον πληθωρισμό σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών και να παράσχει βραχυπρόθεσμο αναπτυξιακό κίνητρο στην ευρωζώνη.
Γνωρίζουμε ότι η συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι στόχος για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Είναι όμως αδιαμφισβήτητα ένας από τους πολλούς δείκτες που χρήζουν παρακολούθησης. Θα πρέπει να παρακινήσει την ΕΚΤ να σφίξει τα δόντια και να αποδεχθεί ότι η ποσοτική χαλάρωση είναι η μόνη απάντηση που έχει απομείνει.
*Ο Lorenzo Bini Smaghi είναι πρώην μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, visiting scholar στο Weatherhead Center for International Affairs του Harvard και του Istituto Affari.