του Philip Stephens
Μεταξύ των λίγων νικητών από την εκλογή Τραμπ ήταν ο Κινέζος Σι Τζινπίνγκ. Αυτό μπορεί να μη φαίνεται προφανές καθώς οι δύο ηγέτες συναντώνται στο Mar-a-Lago της Φλόριντα. Ο Τραμπ έχει πράγματα να βγάλει από μέσα του, για το εμπόριο, τη Βόρεια Κορέα και πιθανότατα τη Νότια Θάλασσα της Κίνας.
Οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη «ταλαιπωρία» για τον Κινέζο πρόεδρο, όμως, πρέπει να μετρηθεί σε σύγκριση με τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά κέρδη του Πεκίνου.
Για ένα ναρκισσιστή Αμερικανό πρόεδρο, η πρώτη συνάντηση με τον Κινέζο ομόλογό του είναι μια στιγμή για να δείξει ότι μπορεί να «παίξει σκληρά». Οι λεονταρισμοί όμως έχουν μειονεκτήματα. Αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην αρχική πρόκληση απέναντι στην Κίνα για την Ταϊβάν. Μια προεκλογική υπόσχεση να κατηγορήσει το Πεκίνο για χειραγώγηση νομίσματος στη διαδικασία χτισίματος του τεράστιου εμπορικού πλεονάσματος έχει επίσης τεθεί στο περιθώριο.Ο Τραμπ όμως χρειάζεται κάτι στο θέμα του εμπορίου. Η έξυπνη κίνηση του Σι θα είναι να του προσφέρει τουλάχιστον μια «μέτρια νίκη».
Πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου, Κινέζοι αξιωματούχοι έδειχναν να προτιμούν μια νίκη της Χίλαρι Κλίντον. Δεν αγαπούσαν την υποψήφια των Δημοκρατικών. Αντίθετα, ο ρόλος της κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα δημιούργησε μεγάλη εχθρότητα, όπως και η επιμονή της να θέτει θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ηγεσία του Πεκίνου εκτιμά την προβλεψιμότητα, πολύ περισσότερο φέτος που ο Σι επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή του πριν το 19ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ετσι, απέναντι στη νίκη Τραμπ που βασίστηκε σε μια πλατφόρμα οικονομικού εθνικισμού και την προφανή διάθεση να ξεφορτωθεί τις προηγούμενες σινο-αμερικανικές «συνεννοήσεις», το Πεκίνο έσπευσε να προσαρμοστεί.
Ηταν όμως ο Τραμπ που υποχώρησε πρώτος. Η επαναβεβαίωση της πολιτικής της «μίας Κίνας» έναντι της Ταϊβάν οδήγησε στο χτίσιμο των σχέσεων Πεκίνου-Λευκού Οίκου, κυρίως μέσω του γαμπρού του Τζάρεντ Κούσνερ. Δεδομένης της προεργασίας που γίνεται από την Κίνα πριν από τέτοιου είδους συνόδους, θα είναι έκπληξη αν ο Σι δεν προτείνει κάποιο τρόπο να προχωρήσουν τα εμπορικά θέματα.
Πέρα από την αποφυγή βραχυπρόθεσμων αναταραχών, το Πεκίνο έχει πολλά να κερδίσει από ένα «φιλικό» αποτέλεσμα. Πέρα από τη ρητορική του «Η Αμερική Πρώτα», ο τρόπος που βλέπει τον κόσμο ο Τραμπ δεν διαφέρει πολύ από αυτόν του καλεσμένου του. Όχι πολύ καιρό πριν οι ΗΠΑ πίεζαν το Πεκίνο να γίνει ένα υπεύθυνο μέλος ενός διεθνούς συστήματος που σχεδιάστηκε από τις ΗΠΑ, οι οποίες και ηγούνται. Αλλά ο Τραμπ, όπως ο Σι είναι εθνικιστής, αποκηρύσσοντας την παγκοσμιοποίηση προς όφελος του αμερικανισμού.
Είναι αλήθεια, η πίεση από μέλη του υπουργικού συμβουλίου τον έπεισε να μετριάσει μέρος της περιφρόνησης που επέδειξε για κάποιους από τους παραδοσιακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον. Κεντρική φιγούρα υπήρξε ο Τζέιμς Μάτις, πρώην στρατηγικός που έγινε υπουργός Αμυνας. Ηταν ο Mάτις που ταξίδεψε σε Τόκιο και Σεούλ για να επαναβεβαιώσει Ιαπωνία και Νότια Κορέα για τη διαρκή δέσμευση στις διμερείς συμφωνίες.
Επαιξε ρόλο στο να πειστεί ο πρόεδρος ότι το ΝΑΤΟ δεν είναι ξεπερασμένο. Ο υπουργός Αμυνας είναι ενοχλημένος όσο και οι υπόλοιποι για το ότι η Ευρώπη δεν πληρώνει. Καταλαβαίνει, όμως, ότι η συμμαχία είναι μια διαρκή πηγή δύναμης για τις ΗΠΑ. Τις διαχωρίζει από την Κίνα και τη Ρωσία.
Το πρόβλημα βρίσκεται στην οπτική συναλλαγής που έχει ο Τραμπ για τον κόσμο. Προτιμά συμφωνίες αντί για κάτι «ασαφές» όπως η παγκόσμια ηγεσία. Εξού και η απόφαση να αποκηρύξει την Trans-Pacific Partnership, μια εμπορική συμφωνία που θα περιόριζε την αυξανόμενη οικονομική επιρροή της Κίνας στον Δυτικό Ειρηνικό και θα προσέφερε στην Ουάσιγκτον σημαντικό στρατηγικό βάρος. Ο Τραμπ δεν έχει χρόνο για γεωστρατηγική που προσφέρει επιλογές σε κράτη όπως το Βιετνάμ, η Μαλαισία, η Ταϋλάνδη και η Σιγκαπούρη.
Το περιθώριο εδώ για τον Σι είναι αρκετά προφανές: ένας Αμερικανός πρόεδρος δεκτικός στην ιδέα της αντικατάστασης ενός βασισμένου σε κανόνες διεθνούς συστήματος με ένα που θα στηρίζεται σε διμερή παζάρια και συμφωνίες μεταξύ των ισχυρότερων κρατών. Οι μικρότερες χώρες αφήνονται στην τύχη τους. Ο Σι επινόησε μια φράση για αυτό το μοντέλο πριν από κάποια χρόνια: «ένα νέο μοντέλο μεγάλων σχέσεων εξουσίας». Η φιλοδοξία είναι να αντικαταστήσει την αμερικανική ηγεμονία στον Δυτικό Ειρηνικό με την κινεζική. Η λογική του απομονωτισμού του Τραμπ κινείται στην ίδια κατεύθυνση.
Το στρατηγικό βραβείο μπορεί να είναι ορατό, αλλά δεν είναι ακόμα εντός παιδιάς του Πεκίνου. Η Κίνα πρέπει να είναι ευέλικτη στο εμπόριο για να προσφέρει στον Τραμπ τα πρωτοσέλιδα που επιζητά. Ένα πιο επικίνδυνο εμπόδιο για τη νέα διεθνή τάξη του Σι, ωστόσο, βρίσκεται στην Πιονγιάνγκ. Η μοναδική απειλή για τις σινο-αμερικανικές σχέσεις έρχεται από τη Βόρεια Κορέα και τα πυρηνικά και πυραυλικά της προγράμματα.
Κρύβονται πολύ περισσότερα από το συνηθισμένο πίσω από την προειδοποίηση του Τραμπ ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να δράσουν μονομερώς, αν δεν υπάρξει πίεση της Κίνας προς τον πρόεδρο της Βορείου Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν. Αν είχε εκλεγεί η Κλίντον, θα έλεγε περίπου τα ίδια. Ο φόβος ότι η Πιονγιάνγκ απέχει μόλις λίγα χρόνια από το να βάλει μια πυρηνική κεφαλή σε πύραυλο ικανό να φτάσει την αμερικανική δυτική ακτή είναι ευρέως διαδεδομένος στο υπουργείο Εξωτερικών και Αμύνας. Όπως επίσης και η άποψη ότι κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να δεχτεί τέτοιο ρίσκο.
Δεν είναι προφανές πόση είναι η επιρροή του Πεκίνου στον ηγέτη της Βορείου Κορέας. Ούτε ότι οι ΗΠΑ θα ρισκάρουν πόλεμο στην κορεατική χερσόνησο για να αποτρέψουν την πυρηνική απειλή. Υπάρχει μεγάλη φημολογία στην Ουάσιγκτον για εναλλακτικές και τον βομβαρδισμό πυρηνικών εγκαταστάσεων της Πιονγιάνγκ.
Αλλά αν ο Σι θέλει σοβαρά να εγκαθιδρύσει ένα νέο μοντέλο σχέσεων μεταξύ των ισχυρών, η Βόρεια Κορέα είναι ένα τεστ που δεν μπορεί να αποφύγει.
Πηγή: ft.com / euro2day.gr