By Stephen King
Έχουμε λοιπόν κι άλλα φάρμακα για να αντιμετωπιστεί η συλλογική έλλειψη ανάπτυξης.
Η Τράπεζα της Αγγλίας επέκτεινε το πρόγραμμα Χρηματοδότηση έναντι Δανεισμού και αυτό είναι ευπρόσδεκτο. Το πρόγραμμα θα κρατήσει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, θα περιλαμβάνει επιπλέον κίνητρα για τον δανεισμό των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που διψούν για ρευστότητα και θα διευρυνθεί ώστε να περιλαμβάνει και μη τραπεζικές πηγές πίστωσης, όπως το leasing.
Μετά τα ιδιαίτερα αρνητικά στοιχεία για την ευρωζώνη -όπως ο δείκτης δραστηριοτήτων ΡΜΙ που δείχνει ότι η γερμανική οικονομία δεν είναι τόσο δυνατή όπως η Bayern Μονάχου-, οι επενδυτές στηρίζουν όλο και περισσότερο τις ελπίδες τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προσδοκώντας ότι θα σπεύσει αγοράζοντας μετοχές για να διώξει τα μαύρα σύννεφα της οικονομίας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα φάρμακα που προσφέρουν οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να οδηγήσουν τις αγορές. Μπορούν όμως να οδηγήσουν και τις οικονομίες; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.
Αμέσως μετά τη χρηματοοικονομική κρίση, η απάντηση ήταν σίγουρα «ναι». Καθώς, όμως, η εμπιστοσύνη εξανεμιζόταν ταχύτατα και διαπιστώθηκε σοβαρή έλλειψη ρευστότητας, οι κεντρικές τράπεζες έσπευσαν να αποτρέψουν μία δεύτερη μεγάλη ύφεση. Έτσι, τώρα η απάντηση δεν είναι πλέον τόσο προφανής. Το θέμα δεν είναι εάν πιάνει ή όχι το φάρμακο. Το θέμα είναι ότι χρησιμοποιούμε παυσίπονα, ενώ χρειαζόμαστε αντιβιοτικά. Με άλλα λόγια, το φάρμακο μας κάνει να νιώθουμε λίγο καλύτερα, αλλά τα οικονομικά αποτελέσματα παραμένουν τουλάχιστον απογοητευτικά. Ακόμη και στις ΗΠΑ που έχει προχωρήσει περισσότερο από πολλούς ο ρυθμός ανάκαμψης είναι αισθητά βραδύς βάσει των ιστορικών δεδομένων.
Ένας λόγος για τον οποίο το χάσμα αυτό διευρύνεται είναι ο αναδιανεμητικός αντίκτυπος αυτών των αντισυμβατικών πολιτικών. Γενικά αναφερόμενοι, η ποσοτική χαλάρωση σε όλες της τις μορφές μειώνει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, ωθεί την αξία των επικίνδυνων τοποθετήσεων, πυροδοτεί εκροή κεφαλαίων και κατά συνέπεια στρέφει τη συναλλαγματική ισοτιμία σε χαμηλότερα επίπεδα.
Όσοι έχουν σημαντικές τοποθετήσεις θα πάνε καλά. Όσοι εξαρτώνται μόνο από τον μισθό τους -και κατά συνέπεια είναι ευάλωτοι στον αντίκτυπο της πτώσης στη συναλλαγματική ισοτιμία- δεν θα τα πάνε και τόσο καλά. Εάν όσοι ανήκουν στην πρώτη ομάδα έχουν μικρότερη ποσοστιαία τάση κατανάλωσης από όσους ανήκουν στη δεύτερη -όπως συνήθως συμβαίνει-, τότε ο κίνδυνος είναι ότι η συνολική ζήτηση δεν θα αυξηθεί βάσει προσδοκιών.
Για να είμαστε δίκαιοι, όσοι ανήκουν στη δεύτερη ομάδα μπορεί αρχικά να ευνοηθούν εάν έχουν μεγάλα ενυπόθηκα δάνεια και τα επιτόκια δεν είναι ακόμη στο ναδίρ. Όμως, από τη στιγμή που τα επιτόκια θα φτάσουν σε μηδενικό επίπεδο και η καμπύλη των αποδόσεων γίνει σχεδόν επίπεδη, τότε τα αρχικά οφέλη θα εκμηδενιστούν, όπως ήδη παρατηρείται στη Βρετανία.
Η ενίσχυση της αξίας των χρηματοοικονομικών τοποθετήσεων δηλώνει κατά συνέπεια περισσότερα για την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να δημιουργούν χρηματοοικονομικές φούσκες από ό,τι για τις πιθανότητες που έχουν να αποδώσουν υγιή οικονομική ανάκαμψη. Εάν βεβαίως η εναλλακτική σε μία φούσκα είναι η οικονομική κατάρρευση, τότε ίσως να αξίζει να αναλάβουμε τον κίνδυνο. Δυστυχώς, όμως, και οι φούσκες συχνά είναι προάγγελος της οικονομικής κατάρρευσης, όπως ανακαλύψαμε με τη χρηματοοικονομική κρίση.
Ακόμη κι αν δεν υπήρχε η απειλή της οικονομικής κατάρρευσης, η αυξημένη εξάρτηση των χρηματαγορών από το μαγικό ραβδί των κεντρικών τραπεζών και -σε ορισμένες περιπτώσεις- των πολιτικών τους προϊσταμένων μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αστάθεια και αποδιάρθρωση. Στις μέρες μας είναι πιο σημαντικό να μαντέψει κανείς τις προθέσεις των κεντρικών τραπεζών από ό,τι να εκτιμήσει σωστά τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη. Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο είναι πλέον τόσο δύσκολο να προβλέψει κανείς τιμές για όλες τις τοποθετήσεις - από τον χρυσό έως το γεν.
Είναι, όμως, αυτό υγιής κατάσταση; Βεβαίως όχι.
Κάτω από όλα αυτά βρίσκεται ένα ακόμη πιο δύσκολο ερώτημα. Κάποια στιγμή, οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί να θελήσουν να κόψουν τα παυσίπονα. Εάν, όμως, ο εθισμός είναι πλέον μεγάλος, τότε τα πράγματα μπορεί να είναι δύσκολα. Ακόμη και οι ίδιες οι κυβερνήσεις ενδέχεται να αντισταθούν. Δεδομένου ότι έχουν μεγάλα χρέη, δεν θα θέλουν μία παρατεταμένη αύξηση στο κόστος δανεισμού. Εάν μάλιστα η ενίσχυση των ριψοκίνδυνων τοποθετήσεων προκύπτει από αδιάκριτη συνταγογράφηση νομισματικών φαρμάκων, τότε το θέμα είναι πιο σημαντικό καθώς θα υπάρξει και η χρηματοοικονομική εκδοχή των συμπτωμάτων στέρησης.
Δεδομένου ότι κανείς δεν θέλει κάτι τέτοιο, τα φάρμακα θα συνεχίσουν να δίνονται αφειδώς για το άμεσο μέλλον, ανεξαρτήτως των εξελίξεων στην οικονομία.
*O Stephen King είναι επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης στην HSBC.