CH.WYPLOSZ: Αντιμετωπίζοντας το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη.

του Charles Wyplosz

 

Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας έχει παρουσιάσει μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την αντιμετώπιση των υπερβολικών δημοσίων χρεών στην ευρωζώνη. Αυτό είναι ένα σημαντικό εναπομείναν κενό στην ευρωζώνη, το οποίο οι κυβερνήσεις θα προτιμούσαν να συνεχίσουν να το αγνοούν. Αν και οι συγγραφείς θα πρέπει να επαινεθούν για τις προτάσεις τους, αυτές πάσχουν από ορισμένες εγγενείς αδυναμίες.

 

Είναι προφανώς σημαντικό να αποτραπεί ένα ακόμη ελληνικό PSI, το οποίο αναμενόταν για τόσο καιρό που οι περισσότεροι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα διέφυγαν ατιμώρητοι, οδηγώντας το χρέος σε δημόσια χέρια και ως εκ τούτου μειώνοντας το εύρος της λειτουργίας, επιβαρύνοντας παράλληλα τους ανήμπορους φορολογούμενους. Είναι επίσης ζωτικής σημασίας να ανοικοδομηθεί η ρήτρα μη διάσωσης, η οποία απαιτεί τα κράτη-μέλη να είναι σε θέση να αναδιαρθρώσουν τα χρέη τους εάν δεν μπορούν να τα εξυπηρετούν πλέον. Για αυτό το ΔΝΤ έχει βάλει μπρος τις δικές του αρχές πολιτικής. Οπότε πραγματικά, το τζίνι τώρα έχει βγει από το μπουκάλι.

 

Η πρόταση πάσχει από δύο λογικά σφάλματα. Η διαδικασία των δύο σταδίων -πρώτον, παράταση της λήξης χρέους και δεύτερον, να ξεκινήσει η αναδιάρθρωση του χρέους- δικαιολογείται από την γνωστή διάκριση μεταξύ μη ρευστότητας και αφερεγγυότητας. Όπως πολλοί άλλοι, οι συγγραφείς αποδέχονται αυτή την διάκριση καθώς ισχύει για τις κυβερνήσεις. Ωστόσο, έχει εδώ και καιρό αναγνωριστεί ότι η αφερεγγυότητα δεν ισχύει για τις κυβερνήσεις. ένας λόγος είναι πως τα νομικά δικαιώματα είναι ασαφή. Ένας άλλος λόγος είναι πως δεν είναι ακόμη σαφές το πώς μπορεί κανείς να υπολογίσει την τρέχουσα αξία των μελλοντικών δημόσιων δαπανών και εσόδων, για να μην αναφέρουμε το πώς να υπολογιστεί η αξία των δημοσίων assets. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις δεν είναι ποτέ αφερέγγυες. Μπορεί κανείς να ρωτήσει εάν η εξυπηρέτηση των δημοσίων χρεών είναι οικονομικά εύλογη και εάν είναι πολιτικά εφικτή. Αλλά αυτή είναι μια κρίση, δεν είναι μια επίσημη εκτίμηση. Ένας τρίτος λόγος είναι ότι η μη ρευστότητα και η αφερεγγυότητα δεν είναι ξεχωριστές έννοιες σε έναν κόσμο πολλαπλών ισορροπιών, που χαρακτηρίζουν τις κρίσεις χρέους. Επομένως, μια κρίση κρατικού χρέους απαιτεί ένα μόνο βήμα.

 

Για να είναι αυτό το βήμα επιτυχημένο, είναι ιδιαίτερα επιθυμητό τα μέσα του δημοσίου χρέους να περιλαμβάνουν μια ρήτρα συλλογικής δράσης, του είδους που προτείνουν οι συγγραφείς, σύμφωνα με μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας, πηγαίνοντας πίσω, τουλάχιστον στον Krueger (2002). Η βασική διορατικότητα εδώ είναι αυτό που τώρα ονομάζουμε bail-in, δηλαδή ότι οι κάτοχοι ομολόγων θα υποχρεωθούν να αποδεχθούν ζημιές. Εδώ έγκειται το δεύτερο λογικό σφάλμα. Όσο το δημόσιο χρέος βρίσκεται στα χέρια εγχώριων πιστωτών (συμπεριλαμβανομένων και τραπεζών), οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διαχειριστούν τις απώλειες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες μπορεί να καταρρεύσουν και να διασωθούν, που σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος του χρέους που θα διαγραφεί, θα επανέλθει το συντομότερο ως νέο δημόσιο χρέος. Αυτό είναι που ο Brunnermeier (2011) αποκάλεσε ως "doom loop” (μοιραίος δεσμός) μεταξύ των κυβερνήσεων και των εγχώριων τραπεζών. Η πρόταση δεν εξετάζει αυτό το θανατηφόρο πρόβλημα.

 

Η πρόταση επίσης πάσχει από αρκετές αδυναμίες. Για να ξεκινήσουμε, οι αποφάσεις καθοδηγούνται από αυθαίρετα όρια. Αυτό αποτελεί ήδη μια μεγάλη αδυναμία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (διαδοχικές αναθεωρήσεις έχουν προσπαθήσει να αφαιρέσουν το όριο του 3% για το έλλειμμα και του 60% ως ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ, τα οποία ήταν ήδη ξεπερασμένα τη στιγμή που ξεκίνησε το ευρώ). Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, οι κανόνες που δεν επιβάλλονται, υπονομεύουν τα κίνητρα να τους τηρήσει κανείς. Τα αυθαίρετα όρια είναι ιδιαίτερα προβληματικά όταν οι αποφάσεις πρέπει να ληφθούν από μη εκλεγμένους αξιωματούχους, κάτι που συμβαίνει με τον EMS. Η πρόταση σιωπηρά προσπάθησε να ελαφρύνει αυτή την αδυναμία, αλλά επιτρέποντας ζώνες αντί για στόχους, με το αποτέλεσμα να είναι η επιδείνωση της κατάστασης καθώς δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια στον EMS. Η δεδηλωμένη πρόθεση είναι να δημιουργηθεί μια διαδικασία βασισμένη σε κανόνες -η οποία είναι αξιέπαινη- αλλά οι κανόνες πρέπει να είναι τόσο ισχυροί όσο και οικονομικά αιτιολογημένοι- που δεν είναι.

 

Οι άλλες δύο μεγάλες αδυναμίες αφορούν το δεύτερο στάδιο. Το βάθος της αναδιάρθρωσης αναμένεται να τεθεί από τον EMS στη βάση της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους (DSA). Το ΔΝΤ έχει εκπονήσει DSA, για να ανακαλύψει την αυθαιρεσία της, που επιβεβαιώθηκε κατά τα πρώτα στάδια της ελληνικής κρίσης. Να επισημαίνουμε πρώτα ότι αυτή η διαδικασία αφορά την βιωσιμότητα, όχι την αφερεγγυότητα -που αποτελεί μία ένδειξη της ανεπάρκειας της ιδέας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Και πάλι, η DSA δεν αποφεύγει το πρόβλημα του να αξιολογήσει μελλοντικά εισοδήματα και έσοδα της κυβέρνησης. Οι υπολογισμοί της τωρινής αξίας είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι σε μικρές παραλλαγές, σε εκτιμήσεις που αφορούν επιτόκια και ρυθμούς ανάπτυξης μακροπρόθεσμα. Γνωρίζοντας καλά αυτή την δυσκολία, το ΔΝΤ όλο και περισσότερο παρουσιάζει τους υπολογισμούς της δικής της DSA ως μία έρευνα της σχέσης των υπολογισμών με τις παραδοχές. Το συμπέρασμα είναι ότι ο EMS θα πρέπει να πάρει μια απόφαση με βάση επιφανειακούς υπολογισμούς, βαθαίνοντας τη δυσκολία του να στηρίζεσαι σε μη εκλεγμένους αξιωματούχους για τις αποφάσεις. Αυτό επιδεινώνεται από το γεγονός ότι η αναδιάρθρωση χρέους περιλαμβάνει μεγάλες μεταβιβάσεις εισοδήματος. Αυτή είναι η άλλη αδυναμία -μόνο εκλεγμένοι αξιωματούχοι μπορούν να πάρουν τέτοιες αποφάσεις. Επειδή οι μόνοι εκλεγμένοι αξιωματούχοι που έχουμε είναι οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια τους, η αναδιάρθρωση χρέους πρέπει να είναι μια εθνική απόφαση. Η διαδικασία του ΔΝΤ είναι να διαπραγματεύεται την αναδιάρθρωση χρέους με εθνικές κυβερνήσεις, απαιτώντας αυτές να είναι επισήμως οι αποφάσεις τους. Αυτό μπορεί να είχαν στο μυαλό τους οι συγγραφείς, αλλά τότε θα πρέπει να παρουσιάσουν προσεκτικά την διαδικασία.

 

Στο τέλος, η πρόταση ενισχύει το ότι οι ρήτρες συλλογικής δράσης θα πρέπει να εφαρμόζονται όχι μόνο στην χρηματοδότηση των ελλειμμάτων, αλλά επίσης και στην αναδιαμόρφωση του χρέους που ωριμάζει. Με βάση την πρώτη προσέγγιση, το μέγεθος των χρεών που υπόκειται στην ρήτρα, θα παραμείνει ανεπαρκές για πολύ μεγάλο διάστημα. Σε αντίθετη περίπτωση, η πρόταση ανακυκλώνει καλά εδραιωμένες ιδέες αλλά τις ενσωματώνει σε μια πρωτότυπη δημιουργία που πάσχει από σοβαρούς περιορισμούς. Επιπλέον, απέχουν από εναλλακτικές προτάσεις που στόχο έχουν να ασχοληθούν με υπερβολικά μεγάλα χρέη το συντομότερο δυνατό, αντί να περιμένουν την επόμενη κρίση. ΤΟ να περιμένεις το πρόβλημα, είναι η στρατηγική επιλογή των φορέων χάραξης πολιτικής, που υπερασπίστηκε με σθένος από την γερμανική κυβέρνηση. Η πρόταση χρησιμεύει για να ενισχύσει μια στρατηγική που είναι πολιτικά σκόπιμη, αλλά οικονομικά επικίνδυνη.

 

Πηγή: VoxEU.org / Capital.gr