του David Lubin*
Όταν οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις άρχισαν να εκτινάσσονται στις αρχές του 2021, οι κεντρικές τράπεζες στις αναδυόμενες αγορές ήταν οι πρώτες που αντέδρασαν: οι κεντρικές τράπεζες της Βραζιλίας, της Ρωσίας και της Τουρκίας αύξησαν τα επιτόκια τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς και ακολούθησε σύντομα σειρά άλλων τραπεζών.
Οι κεντρικές τράπεζες στις αναπτυγμένες χώρες, αντιθέτως, κινήθηκαν με πολύ μεγαλύτερη βραδύτητα. Μόλις τον Μάρτιο του 2022 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε για πρώτη φορά τα επιτόκια, και ακολούθησε τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς πως οι αναδυόμενες οικονομίες θα έπρεπε να είχαν ανταμειφθεί με μια πρώιμη και αποφασιστική νίκη στον αγώνα κατά του πληθωρισμού, έχοντας δράσει τόσο γρήγορα από την αρχή. Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι ακριβώς: ο πληθωρισμός στον αναπτυγμένο κόσμο έχει επιστρέψει τώρα εντός του στόχου, αφήνοντας μεγάλο περιθώριο για τις κεντρικές τράπεζες των προηγμένων οικονομιών να συνεχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια. Τον Αύγουστο φέτος, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού των οικονομιών του G7 μειώθηκε κάτω από τον στόχο του 2% για πρώτη φορά από τα μέσα του 2021.
Οι αναδυόμενες οικονομίες, κατά μέσο όρο, δυσκολεύονται περισσότερο. Εξετάζοντας μια ομάδα 16 μεγάλων αναπτυσσόμενων χωρών (εξαιρουμένης της Κίνας), ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού εξακολουθεί να είναι 3,6%, περίπου 0,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα απ’ ό,τι ο μέσος πληθωριστικός στόχος του 3%.
Φυσικά, υπάρχουν ορισμένες χώρες – η Νότια Αφρική για παράδειγμα, ή η Ουγγαρία- που έχουν επιτυχώς επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο τους. Αλλά πολλές χώρες δεν το έχουν καταφέρει. Πώς, λοιπόν, κατάφεραν οι «χελώνες» της G7 να νικήσουν τους «λαγούς» των αναδυόμενων αγορών;
Ένας σημαντικός λόγος βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη δυναμική των αναδυόμενων αγορών: όταν οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τα δικά τους πληθωριστικά προβλήματα, αυτό καθιστά πιο δύσκολο για τις αναδυόμενες οικονομίες να αντιμετωπίσουν τα δικά τους.
Αυτό οφείλεται στο ό,τι η σφιχτότερη αμερικανική νομισματική πολιτική τείνει να «τραβά» κεφάλαια από τις αναδυόμενες οικονομίες, και η επακόλουθη αποδυνάμωση των (εθνικών) νομισμάτων της, καθιστά δυσκολότερο για τις κεντρικές τράπεζες να χαλιναγωγήσουν τον πληθωρισμό.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών: ευρύτερα μιλώντας, το δολάριο, σε ονομαστικούς όρους, είναι πάνω από 10% ισχυρότερο απ’ ό,τι ήταν στα μέσα του 2021.
Δεν έχουν όλα να κάνουν με τη σύσφιξη της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής, αλλά αυτό το παράδοξο θα πρέπει να δίνει κάποια ελπίδα στις κεντρικές τράπεζες των αναδυόμενων αγορών τώρα. Αφού η Fed βρίσκεται σε φάση μείωσης επιτοκίων, η πόρτα θα πρέπει να είναι πιο ανοιχτή απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν για υποχώρηση των ισοτιμιών του δολαρίου, και αυτή η γενικότερη χαλάρωση των αμερικανικών νομισματικών συνθηκών θα πρέπει να βοηθήσει ώστε να ξαναπάνε κεφάλαια στις αναδυόμενες οικονομίες, βοηθώντας τα νομίσματά τους να ενισχυθούν και τον πληθωρισμό τους να τεθεί υπό περαιτέρω έλεγχο.
Μια άλλη αποπληθωριστική δυναμική αναμένεται να προέλθει από την Κίνα. Παρά την πρόσφατη στροφή προς τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας, είναι βάσιμο να υποτεθεί πως η ανάπτυξη των εξαγωγών θα συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό τής οικονομικής στρατηγικής του Πεκίνου.
Οι φθηνές εισαγωγές από την Κίνα είναι όλο και πιο εμφανείς παντού. Ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης των παγκόσμιων όγκων εισαγωγών είναι κοντά στο μηδέν, ο ρυθμός ανάπτυξης των όγκων των κινεζικών εξαγωγών είναι περίπου 10%, σύμφωνα με το ολλανδικό ινστιτούτο ερευνών CPB.
Η κατάκτηση παγκόσμιου μεριδίου αγοράς από την Κίνα προχωράει με γρήγορους ρυθμούς. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Το 2023 ήταν η πρώτη χρονιά που πάνω από το ήμισυ του εμπορικού πλεονάσματος της Κίνας προήλθε από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες.
Αν και αυτό το πλεόνασμα μπορεί να αποτελεί πηγή ενόχλησης για πολλές αναδυόμενες οικονομίες -κάτι που αντανακλάται στην αυξανόμενη προθυμία τους να επιβάλουν εμπορικούς περιορισμούς κατά της Κίνας- υπάρχει μια αποπληθωριστική θετική πλευρά σε όλο αυτό.
Σε αντίθεση με όλα αυτά, όμως, η Βραζιλία, η οποία εφαρμόζει και πάλι μέτρα νομισματικής σύσφιξης, «στέλνει» αρνητικά σήματα. Εξαιτίας της χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής, η οικονομία ενισχύεται μεν με τρόπο που συντηρεί μια πολύ ισχυρή αγορά εργασίας, αλλά και έναν πολύ υψηλό πληθωρισμό στον τομέα των υπηρεσιών.
Και στην Τουρκία, επίσης, η δημοσιονομική πολιτική εξακολουθεί να είναι υπερβολικά χαλαρή και η αντιπληθωριστική στρατηγική της κεντρικής τράπεζας εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη διατήρηση σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Αυτό συμβάλλει στη μείωση του πληθωρισμού των βασικών εμπορεύσιμων αγαθών, που επί του παρόντος βρίσκεται στο 28%, αλλά όχι και των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών, όπου ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι πάνω από 73%.
Και αφού υπάρχουν και άλλες χώρες όπου η πειθαρχία της δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να γίνει όλο και πιο αμφίβολη –για παράδειγμα στο Μεξικό, στην Πολωνία, στην Ινδονησία, στην Ουγγαρία ή στην Ταϊλάνδη- οι κεντρικές τράπεζες θα χρειαστεί να προσέξουν τον κίνδυνο οι χαλαροί προϋπολογισμοί να δημιουργήσουν ανεπιθύμητες πληθωριστικές πιέσεις.
Συνολικά δεν υπάρχει ούτε λόγος για ανησυχία, ούτε περιθώριο για εφησυχασμό στις προσπάθειες των αναδυόμενων οικονομιών να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στον στόχο ή σε λογικά επίπεδα. Αν όμως υπάρχει κάτι που είναι πιθανό να κάνει τους «λαγούς» να χάσουν ακόμα περισσότερο την ορμή τους, αυτό πιθανόν θα είναι η δημοσιονομική απειθαρχία.
* Ο συγγραφέας είναι ανώτερος ερευνητής στο Chatham House και πρώην επικεφαλής οικονομικών αναδυόμενων αγορών στη Citi.
Πηγή : euro2day.gr / ft.com