του Martin Wolf
Η ιστορία επιταχύνει σε περιόδους κρίσεων. Αυτή η πανδημία μπορεί από μόνη της να μη μετασχηματίσει τον κόσμο, όμως μπορεί να επιταχύνει αλλαγές που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη.
Μια αλλαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η σχέση μεταξύ της Κίνας, της ανερχόμενης υπερδύναμης, και των ΗΠΑ, της τωρινής υπερδύναμης. Το να είσαι υπερδύναμη δεν αφορά μόνο την ωμή δύναμη, αλλά και το να σε βλέπουν ως ικανό και αξιοπρεπή ηγέτη. Μετά τις νίκες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ΗΠΑ ήταν ένας τέτοιος ηγέτης. Παρά την αύξηση της οικονομικής της ισχύος, η Κίνα δεν είναι. Όμως οι καιροί αλλάζουν. Ο κορωνοϊός μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία.
Ο Kishore Mahbubani, πρώην διπλωμάτης από τη Σιγκαπούρη, έγραψε ένα χαρακτηριστικά προκλητικό βιβλίο για τη μάχη για υπεροχή μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, με τον προκλητικό τίτλο «Έχει κερδίσει η Κίνα;». Η απάντηση, λέει, είναι όχι ακόμα. Αλλά μπορεί. Και αυτό όχι μόνο λόγω του μεγέθους της αλλά και λόγω των λαθών των Αμερικανών, περιλαμβανομένων των λανθασμένων αντιλήψεων για την κινεζική πραγματικότητα.
Ίσως το πιο σημαντικό συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από την ανάλυσή του είναι πως η παγκόσμια επιρροή προκύπτει κυρίως από τις ίδιες μας τις επιλογές. Η Κίνα και οι ΗΠΑ έχουν κάνει μεγάλα λάθη. Όμως η αποτυχία των ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια ευημερία που θα τη μοιράζεται ευρύτερα ο πληθυσμός της στο εσωτερικό, και η επιθετική της στάση στο εξωτερικό, αποδεικνύονται πως έχει επιφέρει καίριο πλήγμα. Η κακή προεδρία ενός κακόβουλου ανίκανου είναι το ένα αποτέλεσμα.
Τώρα ήρθε και ο ιός, ένα γεγονός που δεν είχε υπολογιστεί σ’ αυτό το βιβλίο. Ρίχνει σκληρό φως στην ικανότητα και αξιοπρέπεια των υπερδυνάμεων. Το ίδιο και στην αλληλεγγύη της ΕΕ (ή την απουσία της), στην αποτελεσματικότητα των κρατών, στην ευαλωτότητα της χρηματοοικονομικής και στη δυνατότητα για παγκόσμια συνεργασία. Μέσα σε όλα αυτά, οι επιδόσεις των ΗΠΑ και της Κίνας είναι εξέχουσας σημασίας.
Άρα, τι έχουμε μάθει;
Ο νέος κορωνοϊός, που προκαλεί τέτοιο κοινωνικό και οικονομικό χάος, προέκυψε στην επαρχία Hubei της Κίνας. Ελάχιστες αμφιβολίες φαίνεται να υπάρχουν περί τούτου. Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ δηλώνουν πως προήλθε από νυχτερίδες. Ανεύθυνα και τραγικά, οι τοπικές αρχές κατέστειλαν τις ειδήσεις για τη μόλυνση, προκαλώντας μια καθυστέρηση τουλάχιστον τριών εβδομάδων στην αντίδραση. Αυτό άφησε τον ιό να εξαπλωθεί στον κόσμο. Στη συνέχεια, όμως, το κινεζικό κράτος ανέλαβε βάναυση δράση, θέτοντας την ασθένεια υπό έλεγχο στη Hubei και σταματώντας την εξάπλωσή της στην Κίνα.
Σε σχέση με τον πληθυσμό, ο ρυθμός θνησιμότητας της Κίνας ήταν πολύ χαμηλός. Τόσο η αρχική καταστολή των κακών ειδήσεων όσο και η κλίμακα της αντίδρασης είναι χαρακτηριστικά ενός καταπιεστικού μεν, αποτελεσματικού δε, κράτους (βλ. διαγράμματα).
Η αποτελεσματική αντίδραση στην ασθένεια θα είχε μεγάλο οικονομικό κόστος στην Κίνα. Όμως το κράτος ενθάρρυνε τους εργοδότες να διατηρήσουν τους υπαλλήλους τους, ενώ παράλληλα παρείχε στήριξη στις επιχειρήσεις για να το πράξουν. Το επίσημο ποσοστό της αστικής ανεργίας έχει αυξηθεί ελάχιστα. Η μεγαλύτερη ομάδα θυμάτων, ως συνήθως, ήταν οι μετανάστες εργάτες. Η Κίνα μπορεί τώρα να ξανα-ανοίξει την οικονομία, αν και υπάρχει κίνδυνος, καθώς θα το κάνει, να εκδηλωθεί ένα δεύτερο κύμα της ασθένειας.
Οι ΗΠΑ είχαν δικές τους μορφές άρνησης, που, είναι ντροπιαστικό, αλλά προέκυψαν από τον ίδιο τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, καθώς και τεράστιες αποτυχίες στην ενίσχυση των τεστ και της παροχής εξοπλισμού, όπως συνέβη και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Jeffrey Sachs του Πανεπιστημίου Columbia έχει γράψει για τις κακές προθέσεις και την αναποτελεσματικότητα που βλέπουμε. Οι μολύνσεις εξαπλώνονται με τρομακτικό ρυθμό στη χώρα. Θα μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν χειρότερα. Η Ιταλία και η Ισπανία δείχνουν το πόσο χειρότερα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ έχουν το επιπλέον μειονέκτημα ενός ελαττωματικού συστήματος υγείας.
Οι ΗΠΑ, όπως και άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος, έχουν αντιδράσει τώρα με την «κοινωνική αποστασιοποίηση», αν και ο κ. Τραμπ την επέκτεινε με απροθυμία, καθώς και μια δημοσιονομική απάντηση ύψους 2 τρισ. δολαρίων. O Roman Frydman του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης υποστηρίζει πως αυτό δεν είναι ούτε αρκετά μεγάλο, δεδομένης της κλίμακας της αμερικανικής οικονομίας, ούτε σωστά επικεντρωμένο: μόνο ένα εικοστό του ποσού αυτού θα πάει στα νοσοκομεία, ενώ λείπουν χρήματα από τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις. Και το χειρότερο, σύμφωνα με τον βετεράνο αγωνιστή κατά της διαφθοράς Frank Vogl, είναι ένας πόρος ύψους 500 δισ. δολαρίων για μεγάλες εταιρείες που πιθανότατα θα βρίσκεται υπό τον μη εποπτευόμενο έλεγχο του κ. Τραμπ, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση του Κογκρέσου.
Οι θεμελιώδεις αμερικανικές αρχές της δημοκρατίας και της ατομικής ελευθερίας παραμένουν ελκυστικές για πολλούς στον κόσμο, παρά την παγκόσμια άνοδο του λαϊκιστικού αυταρχισμού. Το σθένος της ιδιωτικής οικονομίας της μπορεί στο τέλος να μας σώσει όλους. Σήμερα, όμως, οι ΗΠΑ χάνουν τη φήμη τους ως προς τη στοιχειώδη ικανότητα, που ήδη δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από τον μακρύ κατάλογο των μάταιων πολέμων και τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009.
Τμήματα της κυβέρνησης, κυρίως η Federal Reserve, παραμένουν αποτελεσματικά για την ώρα, αν και κανένας δεν γνωρίζει τι θα συμβεί στην περίπτωση επανεκλογής του Τραμπ. Όμως η θεμελιώδης ικανότητα του συχνά μισητού «αποτελεσματικού κράτους» -ο προάγγελος οποιουδήποτε περίπλοκου αστικού πολιτισμού- έχει πραγματικά σημασία. Σε αυτούς τους καιρούς της κρίσης, η απουσία του είναι θανάσιμη. Μια κυβέρνηση που βρίσκεται σε πόλεμο με την επιστήμη και με τους δικούς της μηχανισμούς, είναι πλέον ορατή σε όλους.
Για εμάς που πιστεύουμε στη φιλελεύθερη δημοκρατία, αυτές οι αποτυχίες των ΗΠΑ πονάνε: προσδίδουν αξιοπιστία στην ιδέα πως ο αυταρχισμός λειτουργεί καλύτερα. Όμως ο θάνατος της αξιοπρέπειας και της ικανότητας στις δυτικές κυβερνήσεις έχει μεγαλύτερη σημασία. Η έλευση της πανδημίας είναι μια παγκόσμια ηθική πρόκληση. Είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε την εξάπλωση της ασθένειας, να διαχειριστούμε τα χρηματοπιστωτικά σοκ, να σταθεροποιήσουμε την οικονομία και να βοηθήσουμε τους αδύναμους. Οι ΗΠΑ πρέπει να παίξουν μεγάλο ρόλο. Δεν υπάρχει εναλλακτική για τον ρόλο αυτόν.
Μας θύμισαν πως κανένας άνθρωπος δεν είναι απομονωμένος σε μια πανδημία. Όπως υποστηρίζει ο Gordon Brown, «από αυτή την κρίση πρέπει να προκύψουν μεταρρυθμίσεις στη διεθνή αρχιτεκτονική και ένα νέο επίπεδο παγκόσμιας συνεργασίας». Για να συμβεί αυτό, πρέπει ορισμένα κράτη να ηγηθούν. Οποιαδήποτε παγκόσμια τάξη βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ των ισχυρών κρατών. Κίνα και ΗΠΑ δεν πρέπει απλώς να λειτουργούν. Πρέπει να λειτουργούν μαζί, αναγνωρίζοντας τα πολλά κοινά τους συμφέροντα και ανεχόμενες τις βαθιές διαφορές τους.
Αν όχι εμείς, ποιος; Και αν όχι τώρα, πότε;
Πηγή: euro2day.gr / ft.com