H νέα πραγματικότητα μετά την πανδημία.

 

*ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΓΗΡ

Η κρίση που διέρχεται ο κόσμος μας έχει δημιουργήσει προκλήσεις στους θεσμούς μας και στον τρόπο ζωής μας με τρόπους που δεν έχουμε απαντήσει εδώ και δεκαετίες. Ζωντανές και φιλόξενες πόλεις έχουν σιωπήσει· συνήθως φιλικοί και κοινωνικοί άνθρωποι αποφεύγουν ο ένας τον άλλον.

Πιο θεμελιωδώς, η σημερινή κρίση απειλεί να προκαλέσει βαθιά παγκόσμια ύφεση μόλις 13 χρόνια μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και υπονομεύει τις δυνάμεις που μας ενώνουν με τρόπους που κανένας απομονωτιστής πολιτικός δεν θα μπορούσε.

Οι επιλογές πολιτικής πρέπει να προσαρμόζονται στις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε οικονομίας. Η κατεύθυνσή τους, όμως, θα πρέπει να είναι η ίδια: να μετριάσει το σοκ μέσω δημοσιονομικής επέκτασης, να μειώσει τη διάρκεια των επιπτώσεων και να θέσει τα θεμέλια ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου.

Αυτό το νέο συμβόλαιο θα συνδυάσει τη μείωση της ανισότητας και της κοινωνικής ανασφάλειας με μια λειτουργική οικονομία της αγοράς, που θα οδηγήσει σε ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

Την αιχμή της πανδημίας υπόκεινται πρωτίστως χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι σε δουλειές που απαιτούν άμεση ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Ο κορωνοϊός ανέδειξε τόσο την ευάλωτη θέση αυτής της ομάδας όσο και την κοινωνική σημασία της. Ενώ πολλά στελέχη τεχνολογικών επιχειρήσεων και μάνατζερ μπορούν να αναζητήσουν καταφύγιο στα σπίτια τους, οι νοσηλευτές, οι εργαζόμενοι σε σούπερ μάρκετ και πολλοί χειρωνακτικοί εργάτες έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με τους γιατρούς στην πρώτη γραμμή για να φροντίζουν τις βασικές ανάγκες μας, συμπεριλαμβανομένων των υγειονομικών υπηρεσιών και της προμήθειας τροφίμων. Παρά τους κινδύνους, ίσως αυτοί είναι οι τυχεροί, καθώς εξακολουθούν να έχουν δουλειά – πολλές χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας έχουν απλώς εξαφανιστεί.

Η μαζική απώλεια θέσεων εργασίας δημιουργεί άμεση ανάγκη για κοινωνική στήριξη, με διττό στόχο: τη διάσωση των ανέργων από την ένδεια και την ταχεία αποκατάσταση της οικονομίας αφού περάσει η πανδημία.

Οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν με μεγάλη αύξηση της ασφάλισης ανεργίας και των δανείων προς μικρές επιχειρήσεις, με κίνητρα για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο και πιο πρόσφατα ο Καναδάς ακολούθησαν πιο επιθετική προσέγγιση: οι επιχειρήσεις μπορούν να δίνουν στους εργαζομένους τους άδεια άνευ αποδοχών και η κυβέρνηση καλύπτει το 80% του μισθού τους. Αυτό διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις διατηρούν το εργατικό τους δυναμικό και θα είναι έτοιμες για επανεκκίνηση όταν τελικά αρθούν οι περιορισμοί.

Επιπλέον, οι εργαζόμενοι αυτοί μπορούν να βρουν συμπληρωματική εργασία χωρίς να χάσουν το δικαίωμα στην κρατική εισοδηματική στήριξη. Ετσι εξασφαλίζεται μια σταθερή προσφορά εργαζομένων σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύονται τα εισοδήματα ορισμένων από εκείνους που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Για να αποφευχθεί μια παρατεταμένη ύφεση και μια βραδεία ανάκαμψη, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην προστασία των επιχειρήσεων και στην άμβλυνση της καταστροφής της παραγωγικής ικανότητας. Οι ανάγκες των μικρών επιχειρήσεων πιθανόν να διαφέρουν από αυτές των πιο μεγάλων, αλλά όλες θα χρειαστούν κάποια μορφή στήριξης. Το «πάγωμα» των ενοικίων και των πληρωμών στεγαστικών δανείων και η παροχή πιστώσεων με κρατικές εγγυήσεις είναι σημαντικά συστατικά της συνταγής.

Τα «παγωμένα» ενοίκια και τα στεγαστικά μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν και να εξοφληθούν στο μέλλον. Πρέπει, παράλληλα, να διασφαλίσουμε ότι οι καθυστερημένες αποπληρωμές δανείων δεν θα αποσταθεροποιήσουν το τραπεζικό σύστημα. Η προσέγγιση της Federal Reserve, με τις αγορές εταιρικού χρέους, συμπεριλαμβανομένων χρεογράφων με αξιολόγηση κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, αποτελεί σημαντική πηγή ρευστότητας. Το παράδειγμά της πρέπει να ακολουθήσει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Ολα αυτά θα δημιουργήσουν μεγάλες ανάγκες χρηματοδότησης και θα οδηγήσουν σε αύξηση του χρέους σε άβολα υψηλά και –για χώρες όπως η Ελλάδα– μη βιώσιμα επίπεδα. Αυτή τη στιγμή, πάντως, δεν πρέπει να διστάσουμε, γιατί η οικονομική καταστροφή που συνεπάγονται τα lockdowns θα μετατραπεί σε μεγάλη μόνιμη απώλεια πλούτου με μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις, ειδικά στις πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά πρακτικά ζητήματα, που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Οι ΗΠΑ μπορούν να δανειστούν ουσιαστικά χωρίς κόστος, ακόμη και μακροπρόθεσμα. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία είναι υπερχρεωμένες· σοβαρές αυξήσεις στα επίπεδα χρέους προς ΑΕΠ τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων τους, αν όχι σε ολική απώλεια εμπιστοσύνης από τις αγορές.

Η Ε.Ε. πρέπει να βοηθήσει ποικιλοτρόπως. Ηδη έχει δώσει στην Ελλάδα τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο για να αυξήσει τον δανεισμό της. Πρέπει επίσης να εκδώσει ευρωομόλογα για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης. Αυτό το χρέος θα πρέπει να το αναλάβουν όλοι οι φορολογούμενοι της Ε.Ε.

Αν μάλιστα η Ε.Ε., και ιδιαίτερα η Ευρωζώνη, πρόκειται να επιβιώσει και να βγει ενισχυμένη από τη νέα κρίση, πρέπει να θεσμοθετήσει μόνιμα εργαλεία ασφάλισης έναντι εξωτερικών σοκ που πλήττουν ασύμμετρα τα μέλη της. Απούσας της δυνατότητας συναλλαγματικών προσαρμογών, οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις για την εξομάλυνση των διαταραχών αποτελούν βασικό συστατικό μιας σταθερής νομισματικής ένωσης, το οποίο θα ενισχύσει τα επιχειρήματα υπέρ του ευρώ.

Επιπλέον, πολιτικά, τέτοιες επιδείξεις αλληλεγγύης θα συνέβαλλαν στην εξουδετέρωση των ακραίων κινημάτων που αποσκοπούν στη διάλυση της Ε.Ε.

Φυσικά, τέτοια μέτρα πρέπει να σχεδιαστούν και να παρουσιαστούν προσεκτικά στις χώρες που θα κληθούν να στηρίξουν τους ασθενέστερους εταίρους τους. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σχέδιο Μάρσαλ ήταν μόλις πριν από 70 χρόνια και ότι η Γερμανία αντλεί μέρος της σημερινής ισχύος της από τον τρόπο με τον οποίο ωφελήθηκε τότε. Κανείς δεν έχει ανοσία στην κακοτυχία – έστω μερικές φορές στην αυτο-προκληθείσα μορφή της. Η Ε.Ε. έχει την ευκαιρία να δείξει ότι μπορεί να απορροφήσει τους κραδασμούς που υφίστανται τα μέλη της. Κανένας δεν θα έχει όφελος από ένα οικονομικά κατεστραμμένο τοπίο στον ευρωπαϊκό Νότο.

Η απαγόρευση κυκλοφορίας δεν μπορεί, ωστόσο, να συνεχιστεί μέχρι να είναι ευρέως διαθέσιμο το εμβόλιο για τον COVID-19 – η οικονομική καταστροφή θα ήταν βιβλικών διαστάσεων. Σύντομα θα πρέπει να αρχίσει η ελεγχόμενη επανέναρξη της οικονομίας, με τρόπο που να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της επιδημίας. Η προϋπόθεση του εγχειρήματος είναι η καλύτερη δυνατή συλλογή δεδομένων: μαζικά τεστ, ενεργών κρουσμάτων αλλά και ανθρώπων που μολύνθηκαν και έχουν αποκτήσει αντισώματα, ώστε να αποκτήσουμε σαφή εικόνα τού πόσοι νόσησαν και πόσοι έχουν ανοσία. Θα κατανοήσουμε έτσι πολύ καλύτερα πώς να μειώσουμε τον κίνδυνο άρσης των περιορισμών, μεταξύ άλλων συνδέοντας την επιστροφή στην εργασία με την πιστοποίηση μη μεταδοτικότητας.

Επιπλέον, χρειαζόμαστε ενεργή παρακολούθηση των αναπόφευκτων νέων εστιών ώστε να μη δημιουργηθεί η ανάγκη για νέες γενικές απαγορεύσεις. Αυτή η στρατηγική εξόδου πρέπει να παρουσιαστεί διεξοδικά ώστε να μπορέσει η κοινή γνώμη να την αφομοιώσει και να κάνουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό. Η τρέχουσα αβεβαιότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Μετά την υποχώρηση της πανδημίας, θα αντιμετωπίσουμε τον άθλο της οικοδόμησης μιας κοινωνίας πιο ανθεκτικής απέναντι σε αντίστοιχα σοκ. Πρώτον, θα υπάρχει το ζήτημα του χρέους. Θα πρέπει οι πλέον προνομιούχοι να επωμιστούν τα μεγαλύτερα βάρη. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να επιτευχθεί αυτό, βελτιώνοντας το φορολογικό σύστημα στην πορεία.

Πρώτον, μπορούμε να διευρύνουμε τη φορολογική βάση διασφαλίζοντας ότι όλες οι πηγές εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών κερδών και των μερισμάτων, φορολογούνται με τους ίδιους συντελεστές όπως το μισθωτό εισόδημα.

Δεύτερον, θα πρέπει να αυξήσουμε τη φορολογία στην κορυφή της κατανομής του εισοδήματος.

Τρίτον, θα πρέπει να αποδεχτούμε μια γενική αύξηση της φορολογίας, συμπεριλαμβανομένης της μεσαίας τάξης, για τον απλό λόγο ότι από εκεί προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων. Θα χρειαστούμε ένα πολύ ισχυρότερο δίχτυ ασφαλείας. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να αψηφήσουμε τους νόμους της αγοράς και να αυξήσουμε τους μισθούς σε όλα τα χαμηλότερα αμειβόμενα επαγγέλματα, αλλά πρέπει να φροντίσουμε όλοι οι εργαζόμενοι να είναι ασφαλισμένοι και να έχουν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση για τα παιδιά τους.

Είτε απέναντι σε συστημικές κρίσεις ή σε ατομικά δράματα, καμία ζωή δεν πρέπει να είναι ανυπεράσπιστη. Ενας συνδυασμός λειτουργικών αγορών και ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών, όπως απαντά σε ορισμένες σκανδιναβικές χώρες, είναι ένα καλό πρότυπο.

Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα έχει προταθεί ως σημαντικό στοιχείο βελτιωμένης κοινωνικής προστασίας. Στο βιβλίο μας («Πέρα από τη λιτότητα», επιμ. Δ. Βαγιανός, Ν. Βέττας, Κ. Μεγήρ, Χ. Πισσαρίδης,) εξετάσαμε πώς θα λειτουργούσε το ΕΕΕ στην Ελλάδα και συμπεράναμε ότι είτε θα ήταν πολύ χαμηλό για να παράσχει επαρκή στήριξη είτε θα ήταν τόσο υψηλό που θα δημιουργούσε σημαντικά αντικίνητρα για εργασία.

Μία εναλλακτική λύση είναι ο λεγόμενος «αρνητικός φόρος εισοδήματος» για τα χαμηλότερα εισοδήματα, που παρέχει στήριξη χωρίς να υπονομεύει τα κίνητρα για εργασία, σε συνδυασμό με ενίσχυση υποστήριξης οικογενειών με παιδιά και άνεργους γονείς. Μπορούμε επίσης να θεσμοθετήσουμε ένα ισχυρότερο αλλά ανταποδοτικό σύστημα ασφάλισης ανεργίας, με τα επιδόματα να είναι συνάρτηση των ασφαλίστρων που πληρώνουν οι συμμετέχοντες. Κατά τα άλλα, πρέπει να δοθεί έμφαση σε υψηλής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση, που θα συμβάλουν σημαντικά στη βελτίωση της κοινωνικής κινητικότητας.

Πρόκειται για δύσκολα ζητήματα σχεδιασμού πολιτικής. Αλλά το βασικό σημείο είναι ότι πρέπει να μπει φρένο στην ανισότητα, να αναγνωριστεί ότι πέρα από την αξία, προκύπτει και διαιωνίζεται από την τύχη, τους φραγμούς στον ανταγωνισμό και τις άνισες ευκαιρίες. Τέτοιου είδους ανισότητα υποσκάπτει την καινοτομία και την ανάπτυξη. Η μετά πανδημική οικονομική πολιτική πρέπει να παρέχει την αναγκαία, τόσο μέσω της αναδιανομής όσο και με την αντιμετώπιση του υποκείμενου προβλήματος. Η πανδημία του COVID-19 αποκαλύπτει γλαφυρά την ευπάθεια των κοινωνιών με αδύναμες κρατικές υποδομές και ελλιπή κοινωνική ασφάλιση.

Παρέχει επίσης την ευκαιρία να διασφαλίσουμε ότι δεν θα βρεθούμε ποτέ ξανά τόσο απροετοίμαστοι.

* Ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Yale.

Πηγή: kathimerini.gr