CARLOS COSTA*, MIGUEL MADURO, ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ**
Οι αποφάσεις που έλαβε το Eurogroup στις 9 Απριλίου αποτελούν μια απολύτως αναγκαία αλλά και καθυστερημένη συλλογική αντίδραση της Ε.Ε., η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων άνω του 1 τρισ. ευρώ που ανακοίνωσε η ΕΚΤ. Πρόκειται για έναν ευπρόσδεκτο μεν, αλλά ταυτόχρονα προβληματικό και ελλιπή συμβιβασμό. Είναι για παράδειγμα αμφίβολο, ιδιαίτερα στο σημερινό περιβάλλον χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων για κρατικά ομόλογα, πόσες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα επιλέξουν να χρησιμοποιήσουν τις πιστωτικές γραμμές του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) με τις προϋποθέσεις αιρεσιμότητας και το στίγμα που αυτές κουβαλούν.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις αποφάσεις αυτές είναι ότι αφορούν τη χρηματοδότηση της διαχείρισης της κρίσης, αλλά όχι τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης. Ως προς αυτό το τελευταίο, τουλάχιστον οι επιλογές παραμένουν ανοιχτές, με το Eurogroup να συμφωνεί να εργαστεί για τη σύσταση ενός «Ταμείου Ανάκαμψης». Δεν υπάρχουν ακόμα λεπτομέρειες, αλλά ενώ η έκδοση ευρωομολόγων φαίνεται να αποκλείεται, δεν αποκλείστηκε ένα είδος «κορωνο-ομολόγου», μιας κοινής έκδοσης χρέους δηλαδή που αφορά αποκλειστικά δαπάνες σχετικά με την ανάκαμψη από την κρίση, χωρίς αμοιβαιοποίηση χρέους παρελθόντων ετών.
Για να προχωρήσει αυτή η συζήτηση και να καταλήξουμε σε ένα πολιτικά αποδεκτό εργαλείο πολιτικής, πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε στα βασικά: τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, οι αρχές στις οποίες πρέπει να βασιστούμε, οι σχετικοί στόχοι πολιτικής και η προσέγγιση που πρέπει να ακολουθηθεί. Από την άποψη αυτή, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε δίκιο όταν είπε ότι δεν πρέπει κανείς να επικεντρωθεί στις ταμπέλες. Αυτό που έχει σημασία είναι να προσδιοριστεί τι πρέπει να γίνει, οι πόροι που απαιτούνται και τι δικαιολογεί εργαλεία πολιτικής σε επίπεδο Ε.Ε.
Ας ορίσουμε πρώτα το πρόβλημα. Για να μετριαστεί ο αντίκτυπος της κρίσης, οι χώρες της Ε.Ε. έχουν ήδη δαπανήσει περίπου το 3% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Εν τω μεταξύ, το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στην Ε.Ε. κατά 5%-10%, με σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τον ρυθμό ανάκαμψης. Για πολλές υπερχρεωμένες και ευάλωτες χώρες, αυτό μεταφράζεται σε μη βιώσιμα επίπεδα χρέους και συνεπώς θέτει σε κίνδυνο το κοινό νόμισμα. Επιπλέον, η φύση της κρίσης και οι κρατικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπισή της θα οδηγήσουν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού και σε βαθιές διαταραχές στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε.
Δεύτερον, οι αρχές για δράση. Η αρχή της αλληλεγγύης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στη Συνθήκη της Ε.Ε., έχει προφανή εφαρμογή σε μια κατάσταση ενός εξωγενούς και συμμετρικού σοκ που δεν προκαλείται από κάποια οικονομική συμπεριφορά (επιχειρήματα περί ηθικού κινδύνου συνεπώς δεν στέκουν), έχει όμως ασύμμετρα αποτελέσματα, ανάλογα με την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση στις χώρες. Υπάρχει όμως και ζήτημα οικονομικής δικαιοσύνης. Η κρίση έχει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στους οικονομικούς τομείς που εξαρτώνται από την ελεύθερη κυκλοφορία και εκεί είναι δικαιολογημένη η οικονομική παρέμβαση. Αν όμως η στήριξη προς τις επιχειρήσεις αφεθεί μόνο στα κράτη-μέλη, αυτή θα ποικίλλει, λόγω της διαφορετικής οικονομικής και δημοσιονομικής τους ικανότητας – με αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού. Η οικονομική δικαιοσύνη εξυπηρετεί τον σκοπό της προστασίας της εσωτερικής αγοράς απέναντι στη στρέβλωση του ανταγωνισμού.
Τρίτον, οι στόχοι πολιτικής και η προσέγγιση. Το είδος του προβλήματος που πρέπει να αντιμετωπιστεί (μη βιώσιμα επίπεδα χρέους και προστασία της εσωτερικής αγοράς) και οι σχετικές αρχές (αλληλεγγύη και δικαιοσύνη) υποδηλώνουν ότι ο στόχος πρέπει να είναι κάποια μορφή ευρωπαϊκής δημοσιονομικής στήριξης για κάθε χώρα που θα τη χρειαστεί. Τουλάχιστον εν μέρει, αυτή θα πρέπει να αντιπροσωπεύει μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. αντί για δάνεια προς κράτη-μέλη, ώστε να μην προστίθεται στα επίπεδα του εθνικού χρέους και ταυτόχρονα να διορθώνει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Αυτό μας οδηγεί στα πλέον κατάλληλα θεσμικά εργαλεία. Εφάπαξ μεταβιβάσεις υπό μορφή επιχορηγήσεων δεν μπορούν να γίνουν με δάνεια του ΕΜΣ. Ούτε μπορεί να εκπληρώσει αυτόν τον ρόλο το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, εκτός εάν η ΕΚΤ αποφασίσει να διατηρήσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία στο χαρτοφυλάκιό της για πάντα (στην περίπτωση αυτή όμως ο δείκτης χρέους θα αντικατοπτρίζει ακόμη τον δανεισμό). Υπάρχει ένα θεσμικό όργανο, που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ευέλικτο τρόπο, συμβατά με τη Συνθήκη; Ναι, υπάρχει: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει τη δυνατότητα να εκδίδει χρέος για την Ε.Ε. στις αγορές, με βάση τον υφιστάμενο προϋπολογισμό της Ε.Ε. ή νέους πόρους.
Η έκδοση ομολόγων της Ε.Ε. (όχι ομολόγων που εκδίδουν από κοινού τα κράτη-μέλη, αλλά ομόλογα που εκδίδονται από την ίδια την Ε.Ε.) είναι νομικώς δυνατή. Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το πρότεινε ως μέσο χρηματοδότησης του προγράμματος SURE (προσωρινή βοήθεια για τη διατήρηση των τρεχουσών θέσεων εργασίας). Δεδομένων των σημερινών περιορισμών του προϋπολογισμού της Ε.Ε., θα πρέπει να ζητήσει μερική εγγύηση από τα κράτη για την έκδοση των εν λόγω ομολόγων.
Υπάρχει όμως εναλλακτική λύση: να χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία για να συμφωνήσουμε σε νέους «ίδιους πόρους» για την Ε.Ε. Υπάρχουν δύο προφανείς πηγές. Η πρώτη είναι ένας φόρος στην ψηφιακή οικονομία, από τους λίγους τομείς που βγαίνουν από την κρίση πιο δυνατοί. Ο δεύτερος είναι ο φόρος εκπομπών άνθρακα, σε ένα περιβάλλον πτώσης των τιμών του πετρελαίου, διασφαλίζοντας έτσι και την «πράσινη μετάβαση» ως κεντρικό στοιχείο της ανάκαμψης. Χρησιμοποιώντας και τεχνικές μόχλευσης, αυτοί οι νέοι πόροι θα μπορούσαν να στηρίξουν το αναγκαίο για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης νέο χρέος της Ε.Ε., με το Ταμείο να λειτουργεί και ως εργαλείο για να ενισχυθεί το κράτος δικαίου στα κράτη.
Πρόκειται για μια φιλόδοξη αλλά εφικτή πρόταση ακριβώς επειδή λειτουργεί σε πολλαπλά μέτωπα. Δεν απαιτεί δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των κρατών, αλλά περιορίζει τον αντίκτυπο της κρίσης στα υπερχρεωμένα κράτη. Προωθεί την αλληλεγγύη, αλλά βασίζεται στην εγγύηση της οικονομικής δικαιοσύνης στην εσωτερική αγορά. Παρέχει τη βάση για έναν ισχυρότερο προϋπολογισμό της Ε.Ε. και την απαραίτητη χρηματοδότηση για ένα Ταμείο Ανάκαμψης χωρίς να συνεπάγεται αυξημένες εθνικές δημοσιονομικές συνεισφορές. Και όλα αυτά προωθώντας παράλληλα τα τρία κεντρικά σημεία της ατζέντας της Ε.Ε. πέραν της κρίσης: τη ρύθμιση της ψηφιακής οικονομίας, την προώθηση της «πράσινης μετάβασης» και την προστασία του κράτους δικαίου.
* Ο κ. Carlos Costa είναι καθηγητής στο School of Transnational Governance, European University Institute.
** Οι κ. Miguel Maduro και Γιώργος Παπακωνσταντίνου είναι πρώην υπουργοί.
Πηγή : kathimerini.gr