Του Martin Arnold.
To άλμα του πληθωρισμού στην ευρωζώνη μεταμόρφωσε τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την περασμένη εβδομάδα από ένα αδιάφορο συμβάν σε σημείο καμπής για τη νομισματική πολιτική του μπλοκ.
Η μετατόπιση προς μια πιο «σφιχτή» πολιτική έρχεται μετά τα στοιχεία που έδειξαν άνοδο του πληθωρισμού στην ευρωζώνη σε επίπεδα-ρεκόρ τον Ιανουάριο, τα οποία δημοσιεύτηκαν λίγο πριν την έναρξη της διήμερης συνεδρίασης την Τετάρτη, σύμφωνα με πέντε άτομα που συμμετείχαν.
Η άνοδος φαίνεται πως τρόμαξε πολλά από τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ, τα οποία πίστευαν μέχρι και τις τελευταίες ημέρες ότι η άνοδος στις τιμές τους έξι τελευταίους μήνες του 2021 ήταν «παροδική» και γρήγορα θα εξανεμιζόταν τη φετινή χρονιά, ιδίως από τη στιγμή που θα τερματίζονταν οι επιπτώσεις από την κατάργηση της μείωσης του ΦΠΑ στη Γερμανία.
Αντί να υποχωρήσει, ωστόσο, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη σημείωσε νέα άνοδο πάνω από τον στόχο του 2% στην ΕΚΤ για έβδομο διαδοχικό μήνα, για να σκαρφαλώσει στο νέο επίπεδο-ρεκόρ του 5,1%. Αν και η μισή άνοδος οφειλόταν στις διψήφιες αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, οι πιέσεις στις τιμές διευρύνονται: το κόστος έξι εκ των 10 ειδών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του πληθωρισμού αυξήθηκαν την περασμένη χρονιά.
Aυτό έκανε τους αξιωματούχους της ΕΚΤ να συμφωνήσουν ότι η πρόεδρός τους Κριστίν Λαγκάρντ πρέπει να χρησιμοποιήσει τη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση της Πέμπτης για να στείλει «σήμα» για μια πιθανή μεταστροφή. Ο καλύτερος τρόπος να το κάνει αυτό, συμφώνησαν, ήταν να σταματήσει να απορρίπτει την ιδέα μιας αύξησης επιτοκίων τη φετινή χρονιά.
Οι δηλώσεις της Λαγκάρντ, συμπεριλαμβανομένων και των παρατηρήσεών της ότι τα ρίσκα για τον πληθωρισμό «ήταν ανοδικά» και ότι «πλησιάζει ολοένα και περισσότερο στον στόχο», πυροδότησαν sell-off στις αγορές ομολόγων και άνοδο του ευρώ -υπογραμμίζοντας πόσο καταλυτική είναι η αλλαγή στάσης από την ΕΚΤ.
Ο δεύτερος παράγοντας πίσω από τη στροφή της κεντρικής τράπεζας ήταν η απότομη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας από την πανδημία. Αυτό έγινε αντιληπτό στους αξιωματούχους της ΕΚΤ την Τρίτη, όταν η Eurostat ανακοίνωσε ότι το ποσοστό της ανεργίας στην ευρωζώνη υποχώρησε στο ιστορικό χαμηλό του 7%, κυρίως λόγω της μεγάλης μείωσης της ανεργίας των νέων στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 14,9%.
Περαιτέρω στοιχεία για την ανάκαμψη της αγοράς εργασίας προήλθαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία είχε αποκαλύψει λίγες ημέρες νωρίτερα ότι αριθμός-ρεκόρ εταιρειών στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες παραπονιούνται για τις ελλείψεις στο εργατικό δυναμικό. Η άνοδος των μισθών στην Ευρώπη συνεχίζει να είναι κατώτερη από αυτή στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά τα μέλη του Δ.Σ. φαίνεται να είναι πεπεισμένα ότι θα ενισχυθεί αργότερα φέτος.
Η ΕΚΤ ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι μετά από έρευνα σε 74 μη χρηματοοικονομικές εταιρείες τον Ιανουάριο διαπίστωσε ότι «ανέμεναν η μέση αύξηση στους μισθούς να κινηθεί από το 2% στο πρόσφατο παρελθόν στο 3% ή παραπάνω φέτος».
Η τελευταία εξέλιξη που έπεισε τα εναπομείναντα «περιστέρια» στο Δ.Σ. να επανεξετάσουν τη στάση τους ήταν όταν ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ προκάλεσε sell-off στις αγορές την περασμένη εβδομάδα, όταν αρνήθηκε να αποκλείσει πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από αυτές που ανέμεναν οι αγορές για τη φετινή χρονιά. Επιπλέον, όλα τα σημάδια συνέτειναν στο ότι η Τράπεζα της Αγγλίας θα αυξήσει τα επιτόκια για δεύτερη φορά φέτος σε διάστημα τριών μηνών την Πέμπτη -όπως και έκανε.
Η Λαγκάρντ έσπευσε να επισημάνει ότι η ευρωζώνη βρίσκεται σε πολύ διαφορετική θέση τόσο από τις ΗΠΑ, όπου η ισχυρή δημοσιονομική τόνωση έχει οδηγήσει τη ζήτηση πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το Brexit έχει αυξήσει την πίεση στην αγορά εργασίας και έχει οδηγήσει υψηλότερα τους μισθούς.
Ωστόσο, η στροφή της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας σε μια πιο σφιχτή νομισματική πολιτική διακινδυνεύουν να αφήσουν την ΕΚΤ να φαίνεται «το τελευταίο περιστέρι» -όπως επισήμανε η οικονομολόγος της Allianz Καταρίνα Ουερμέλ αυτή την εβδομάδα. Ένα μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ ανέφερε ότι διακινδυνεύει να συσφίξει τη νομισματική πολιτική «για λόγους αξιοπιστίας, όχι για θεμελιώδεις λόγους». Αλλά άλλοι είπαν ότι υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας έχουν βρεθεί πίσω στις εξελίξεις όσον αφορά τον πληθωρισμό και η ΕΚΤ δεν θέλει να βρεθεί στην ίδια δύσκολη θέση.
Οπότε, πού αφήνει όλο αυτό την ΕΚΤ; Αρκετά από τα πιο συντηρητικά «γεράκια» στο Δ.Σ. τάχθηκαν την Πέμπτη υπέρ ενός ξεκάθαρου μηνύματος για ταχύτερη επιβράδυνση των αγορών ομολόγων, οι οποίες έχουν προγραμματιστεί να μειωθούν σταδιακά φέτος, αλλά ακόμα δεν έχει οριστεί πότε θα ολοκληρωθούν.Ωστόσο, τα «γεράκια» τελικά συμφώνησαν να περιμένουν μέχρι την επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Μάρτιο, όταν και πρόκειται να αυξήσει τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό πάνω από το 2% για τα επόμενα δύο χρόνια -εκπληρώνοντας μια βασική προϋπόθεση για να αυξήσει τελικά τα επιτόκια.
Ένας από αυτούς που απηύθυναν έκκληση να ανακοινωθεί πιο γρήγορα μια αλλαγή στη νομισματική πολιτική ήταν ο Χοακίμ Νάγκελ, ο νέος πρόεδρος της Bundesbank, αν και εκπρόσωπος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας τόνισε ότι ήταν «πολύ χαρούμενος» με το αποτέλεσμα της συνεδρίασης της Πέμπτης.
Ένας επιπλέον παράγοντας που περιπλέκει τη θέση της ΕΚΤ είναι η αυξανόμενη ένταση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Εάν η Ρωσία εισβάλει στη γείτονά της, το ενεργειακό κόστος είναι πιθανό να αυξηθεί περαιτέρω, αλλά εάν εκτονωθούν οι εντάσεις, οι τιμές θα μπορούσαν να πέσουν. Το θέμα συζητήθηκε εν συντομία στη συνεδρίαση αυτής της εβδομάδας, αλλά οι περισσότεροι αξιωματούχοι της ΕΚΤ αισθάνονται αδύναμοι είτε να προβλέψουν πώς θα τελειώσει η περιπέτεια αυτή είτε να εκτιμήσουν πως θα επηρεαστούν οι τιμές της ενέργειας.
Ως απάντηση στη συνέντευξη Τύπου της Λαγκάρντ, οι traders αύξησαν τα στοιχήματά τους για υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη, με τις αγορές να προεξοφλούν αυξήσεις στο επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ από -0,5% σε -0,1% έως τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. πιστεύουν ότι αυτό είναι πολύ επιθετικό. Ακόμη και τα μεγαλύτερα «γεράκια» στελέχη της κεντρικής τράπεζας απορρίπτουν την ιδέα μιας αύξησης των επιτοκίων αυτό το καλοκαίρι ως «γελοία» και λένε ότι το νωρίτερο που είναι πιθανό να συμβεί είναι το τέταρτο τρίμηνο.
Αυτό θα σήμαινε ότι η ΕΚΤ συνεχίζει να υστερεί έναντι της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας όσον αφορά τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού. Όμως, δεδομένου ότι η τελευταία φορά που η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια ήταν την παραμονή της κρίσης δημόσιου χρέους της ευρωζώνης το 2011, τα περισσότερα μέλη του Δ.Σ. φαίνονται άνετα με το να υιοθετήσουν μια πιο προσεκτική προσέγγιση αυτή τη φορά.
Πηγή: ft.com / euro2day.gr