*του Martin Sandbu
Την Πέμπτη ξεκίνησε η εξαιρετική άσκηση της πολυκρατικής δημοκρατίας, που είναι η εκλογή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι ευρωβουλευτές εκλέγονται απ’ ευθείας από τα εθνικά εκλογικά σώματα για τις πενταετείς θητείες τους από το 1979. Οι συμμετοχές δεν είναι στα επιθυμητά επίπεδα, ωστόσο είναι συγκρίσιμες με τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ.
Αν και μπορεί να είναι ο πιο αδύναμος από τους μεγάλους θεσμούς λήψης αποφάσεων της ΕΕ (την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει σημασία. Έχει σημασία για τις θέσεις -ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν και οι Επίτροποι χρειάζονται την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ευρωβουλευτών, και στο παρελθόν οι τελευταίοι έχουν δείξει πως μπορούν και είναι πρόθυμοι να «πετάξουν έξω» Επιτρόπους. Έχει επίσης σημασία για τις πολιτικές, αφού οι νόμοι πρέπει να ψηφίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και από τους εθνικούς υπουργούς που βρίσκονται στο Συμβούλιο.
Επομένως, η πιο άμεση επίπτωση των εκλογών αυτής της εβδομάδας για την κατεύθυνση της Ευρώπης, θα είναι όταν ο υποψήφιος των εθνικών ηγετών για την επόμενη προεδρία της Κομισιόν φέρει στη νέα βουλή ένα προτεινόμενο πρόγραμμα εργασίας, με την ελπίδα ότι θα επικυρωθεί. Οι Πράσινοι –οι μεγάλοι νικητές του 2019- αναμένεται να χάσουν πολλές έδρες. Τις μεγαλύτερες νίκες προβλέπεται πως θα έχουν τα σκληρά δεξιά κόμματα.
Πώς μπορεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα να επηρεάσει την κατεύθυνση πολιτικής της Ευρώπης για τα επόμενα πέντε χρόνια;
Η μια απάντηση είναι: λιγότερο απ’ όσο μπορεί να νομίζετε. Η σκληρή δεξιά είναι τόσο κατακερματισμένη που δεν καταφέρνει να δείξει τη βαρύτητά της στο κοινοβούλιο, είτε σε ό,τι αφορά τον ορισμό της ατζέντας (που σχετίζεται με την απόκτηση ηγετικών θέσεων σε επιτροπές) είτε ψηφίζοντας ως ένα μπλοκ.
Πιστεύω πως η πραγματική επίπτωση θα ήταν έμμεση. Τα ισχυρά κέρδη της σκληρής δεξιάς -ιδιαίτερα αν ενθαρρυνθούν περαιτέρω με την εύρεση μιας αδελφής ψυχής στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού στο πρόσωπο του επιστρέφοντος προέδρου Ντόναλντ Τραμπ- πολύ πιθανόν να επιβάλουν προσαρμογές στις πολιτικές θέσεις των άλλων κομμάτων, προς τις προτιμήσεις της σκληρής δεξιάς.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε εθνικό επίπεδο (δείτε, για παράδειγμα, το πώς οι σοσιαλδημοκράτες της Δανίας ξεπέρασαν τους δεξιούς νατιβιστές στο μεταναστευτικό και το πώς η κεντροδεξιά της Ολλανδίας έχει συμφωνήσει σε μια πλατφόρμα διακυβέρνησης με τον δεξιό λαϊκιστή Geert Wilders). Αυτό θα περάσει στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εθνικών υπουργών στο Συμβούλιο. Η στροφή αυτή εντός του πολιτικού κατεστημένου στην κατεύθυνση των περιθωριακών εκλογικών νικητών είναι πιθανόν να συμβεί και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εξάλλου, κάτι τέτοιο έγινε την τελευταία φορά. Οι εκλογικά επιτυχημένοι Πράσινοι στην πραγματικότητα δεν ενώθηκαν με την πλειοψηφία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν –ωστόσο η ατζέντα της καθορίστηκε από το «green deal», σε σημαντικό βαθμό επειδή τα βασικά κόμματα απορρόφησαν πολλές από τις προτεραιότητες των Πρασίνων όταν είδαν προς τα πού φύσηξαν οι εκλογικοί άνεμοι.
Δεν είναι πάντα προφανές το αν η σκληρή δεξιά έχει μια συνεκτική άποψη για την οικονομική πολιτική· τα κόμματά της εκφράζονται πιο έντονα σε πολιτισμικά και κοινωνικά ζητήματα. Αλλά μόλις καταλαγιάσει η σκόνη και ένας υποψήφιος πρόεδρος για την Κομισιόν έρθει για να ζητήσει την υποστήριξη του κοινοβουλίου, αυτοί είναι οι τρεις τομείς της οικονομικής πολιτικής που θα παρακολουθώ εγώ:
Πού βαδίζει η «πράσινη συμφωνία»;
Η «πράσινη συμφωνία» ήταν η εμβληματική πολιτική της φον ντερ Λάιεν για να κερδίσει την υποστήριξη των ευρωβουλευτών το 2019 - όπου οι εκλογές, θυμίζω, έγιναν μετά από τεράστιες διαδηλώσεις της νεολαίας για την κλιματική αλλαγή. Η ιδέα ήταν να αντιμετωπιστεί ο στόχος του καθαρού μηδενικού άνθρακα ως όχημα για τον οικονομικό μετασχηματισμό και την τεχνολογική καινοτομία - και, μετά τον πόλεμο του Βλαντίμιρ Πούτιν κατά της Ουκρανίας, για την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας και τον επαναπατρισμό της παραγωγής.
Αυτή η προεκλογική εκστρατεία έχει δείξει το πώς η «πράσινη συμφωνία» βρίσκεται υπό πίεση. Σε αντίθεση με την τελευταία φορά, οι διαδηλωτές δεν είναι νεαροί που ενδιαφέρονται για το μέλλον του πλανήτη τους, αλλά αγρότες εξοργισμένοι με τους κανονισμούς για την πράσινη γεωργία. Όλο και περισσότεροι mainstream πολιτικοί, ιδιαίτερα αλλά όχι αποκλειστικά στα κεντροδεξιά κόμματα, διοχετεύουν τις ανησυχίες των ψηφοφόρων πως η πράσινη πολιτική θα πρέπει να υποχωρήσει περισσότερο για να διευκολύνει τις επιχειρήσεις και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Ως εκ τούτου, οι εισερχόμενοι υποψήφιοι για την Κομισιόν θα πρέπει να κάνουν μια μεγάλη πολιτική επιλογή αναφορικά με τον ρυθμό και με το πεδίο εφαρμογής της πράσινης ατζέντας. Όχι, νομίζω, για την κατεύθυνσή της – ο στόχος για net zero ήρθε για να μείνει, όπως και οι φιλοδοξίες για ενεργειακή ανεξαρτησία και ως εκ τούτου πολλή περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια. Παρακολουθείστε όμως τις δεσμεύσεις –ή την έλλειψή τους- για θέματα όπως η αυστηροποίηση του συστήματος εμπορίας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (για να γίνουν πιο ακριβές οι άδειες εκπομπής), ή τα ρυθμιστικά «μαστίγια» για να αναγκαστούν καταναλωτές και παραγωγή να γυρίσουν σε δραστηριότητες με λιγότερες εκπομπές. Περιμένω μια φιλοπυρηνική στροφή στην ενεργειακή πολιτική και μια απότομη επιβράδυνση της περιβαλλοντικής προστασίας που δεν συνδέεται άμεσα με την απαλλαγή από τον άνθρακα.
Πώς εξελίσσεται η προσέγγιση της Ευρώπης στο εμπόριο
Οποιαδήποτε προσαρμογή της πράσινης ατζέντας συνδέεται επίσης στην ευρύτερη προσέγγιση προς το εμπόριο. Είχε ήδη διαφοροποιηθεί πολύ περισσότερο υπό την πίεση της πολιτικής δέσμευσης προς την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα, καθώς και από γεωπολιτικούς λόγους και από το τέλος της αδιαφορίας ως προς το πώς δημιουργούνται τα εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες –σε όρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταχείρισης των ζώων, σεβασμού των προσωπικών δεδομένων, κ.ο.κ. Οι προηγούμενες κλασσικές συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο να περιλαμβάνουν δεσμεύσεις για τέτοια μη εμπορικά ζητήματα.
Η αρχή του ανοίγματος του εμπορίου σταθμίζεται όλο και περισσότερο με τους γεωπολιτικούς κινδύνους, ιδιαίτερα μετά την Covid και τον πόλεμο του Πούτιν. Και τα παραδοσιακά πιο «κολλημένα» με το ελεύθερο εμπόριο κράτη μέλη, επίσης θέλουν την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα, έτσι για παράδειγμα η Σουηδία είναι ικανοποιημένη με έναν συνοριακό δασμό για τον άνθρακα που θα αποτρέπει το ενδεχόμενο η πράσινη παραγωγή χάλυβα να υπονομεύεται από την εισαγωγή «βρώμικου» χάλυβα. Αυτά τα ανταλλάγματα εξακολουθούν να αμφισβητούνται, με τα παραδοσιακά ένστικτα προστατευτισμού πλέον να δικαιολογούνται συχνά με γεωστρατηγικούς όρους.
Τα κόμματα της σκληρής δεξιάς δεν είναι συχνά μεγάλοι υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου· το ένστικτο της οικοδόμησης ισχυρότερων συνόρων έχει σημασία και για την οικονομία. Υποφέρουν από κάποιου είδους σύγχυση σε ό,τι αφορά το πώς θα πρέπει να σκεφτούν για την Κίνα –λόγω του εθνικισμού τους θα έπρεπε να τα βάζουν με την Κίνα, όμως ορισμένοι θαυμάζουν το κινεζικό μοντέλο, και ο ηγέτης της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν επιδεικνύει τις επενδύσεις που αποτελούν την ανταμοιβή της τήρησης φιλικής στάσης προς το Πεκίνο. Την ίδια ώρα, τα κόμματα της σκληρής δεξιάς δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις πανευρωπαϊκές πολιτικές που απαιτούνται για να συμπληρώσουν μια σκληρή γραμμή κατά της Κίνας –ιδιαίτερα μια κοινή ακτιβιστική βιομηχανική πολιτική για τη δημιουργία κορυφαίων πράσινων βιομηχανιών στο εσωτερικό (ή και τις ίδιες τις πράσινες βιομηχανίες).
Έτσι, είναι κάπως ανοικτό το πώς θα διαμορφωθεί η εμπορική ατζέντα από τη στροφή προς τα δεξιά –εκτός του ότι οπωσδήποτε θα γίνει πιο περίπλοκη. Κοιτάξτε τα πρώιμα σημάδια ως προς το αν η ΕΕ θα υπογράψει τελικά την εμπορική συμφωνία με το νοτιοαμερικανικό εμπορικό μπλοκ Mercosur (που ετοιμάζεται εδώ και δυο δεκαετίες) ή θα επιδιώξει περαιτέρω προστασία από τις κινεζικές πράσινες τεχνολογικές εισαγωγές από αυτήν που ετοιμάζονται να προτείνουν οι Βρυξέλλες λίγες ημέρες μετά τις ευρωεκλογές. Πιο μακροπρόθεσμα, κοιτάξτε για πιέσεις ώστε να καταστεί η ΕΕ πιο αμυντική και εσωστρεφής, ιδιαίτερα αν οι ΗΠΑ συνεχίσουν στον δρόμο προς μια πολύ πιο κλειστή οικονομία.
Προϋπολογισμός
Το τρίτο ζήτημα όπου η αλλαγή της κατανομής των πολιτικών δυνάμεων θα κάνει διαφορά, είναι οι επερχόμενες διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Θα αρχίσουν για τα καλά του χρόνου, για έναν επταετή προϋπολογισμό που θα τρέξει από την αρχή του 2028. Τα διακυβεύματα είναι μεγάλα. Περιλαμβάνουν το πόσα θα δαπανηθούν (και αν δικαιολογείται μια επανάληψη του μεταπανδημικού ταμείου ανάκαμψης), πώς θα χρηματοδοτηθεί οποιαδήποτε αύξηση και πού θα πρέπει να ξοδευτούν τα λεφτά. Για την Άμυνα; Για την ψηφιακή ή πράσινη βιομηχανική πολιτική; Για τις υποδομές; Για κοινωνικούς λόγους; Τι θα γίνει με τις αγροτικές επιδοτήσεις πoυ εξακολουθούν να αντιστοιχούν στο ένα τρίτο περίπου του προϋπολογισμού; Υπάρχει επίσης το ζήτημα του αν θα πρέπει να ξοδευτούν σε διασυνοριακά έργα όπως οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις ή σε εθνικά επιλεγμένες προτεραιότητες, και ποιοι όροι θα συνοδεύουν της κατανομές του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Μια ενίσχυση της σκληρής δεξιάς ιδιαίτερα και των δεξιών κομμάτων γενικότερα είναι δεδομένο πως θα επηρεάσει τη σχετική δύναμη που θα έχουν διάφορες εναλλακτικές προτεραιότητες. Αναμφίβολα, η Άμυνα θα απαιτήσει περισσότερη προσοχή. Αλλά θα περιοριστούν οι αγροτικές δαπάνες και, αν όχι, πού θα βρεθούν τα επιπλέον χρήματα; Και πώς θα προσεγγίσει η σκληρή δεξιά τη βιομηχανική πολιτική και την πολιτική των υποδομών; Εδώ θα διχαστεί από διαφορετικά ένστικτα: μια επιθυμία να χτίσει δρόμους, εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας και εργοστάσια, ενάντια σε μια αντιπάθεια για την πανευρωπαϊκή προσέγγιση που θα γινόταν απαραίτητη για τέτοιες δαπάνες από τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Αυτοί, λοιπόν, είναι οι τομείς στους οποίους θα μπορούσα να δω τις εκλογές να αλλάζουν την πορεία της ΕΕ. Μπορεί να μην την αλλάξει πολύ: τα σκληρά δεξιά κόμματα αντιμετωπίζουν το μοναδικό αίνιγμα ότι οι πολιτικές λύσεις που τους αρέσουν είναι δύσκολο να επιτευχθούν χωρίς τη χρήση των πανευρωπαϊκών εργαλείων πολιτικής που δεν τους αρέσουν - έτσι, άλλωστε, μετατρέπεται η εκπροσώπηση σε ένα θεσμικό όργανο της ΕΕ σε προσγειωμένα, απτά αποτελέσματα.
Και, είτε μεγάλος είτε μικρός, οποιοσδήποτε αντίκτυπος στην κατεύθυνση της πολιτικής σημαίνει ότι οι αλλαγές στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων κάνουν τη διαφορά. Είτε σας αρέσει η αλλαγή που θα έχουμε είτε όχι, η δημοκρατία λειτουργεί. Έτσι, στους αναγνώστες που έχουν το δικαίωμα ψήφου στις ευρωπαϊκές εκλογές, λέω: παρακαλώ χρησιμοποιείστε το.
Πηγή : euro2day.gr / ft.com