M.DEMARY: Γιατί αυξήθηκαν τα «κόκκινα» δάνεια της Ευρωζώνης.

MARKUS DEMARY*

Οι ιταλικές τράπεζες μάχονται για να επιβιώσουν κάτω από έναν τεράστιο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ιταλική κυβέρνηση επιδιώκει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δώσει το «πράσινο φως» για τη δημιουργία κακής τράπεζας με κεφάλαια 50 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 10 δισ. ευρώ να είναι κρατικά. Μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας αποκαλύπτει πως η ανακεφαλαιοποίηση των ιταλικών τραπεζών χρειάζεται ακόμη 21,7 δισ. ευρώ βάσει αυτού του σχεδίου. Η ονομαστική αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις 15 μεγαλύτερες συστημικές τράπεζες εντός της χώρας –οι οποίες βρίσκονται κάτω από την εποπτεία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (SSM) της τραπεζικής ένωσης– ανερχόταν σε 236 δισ. ευρώ στα τέλη του 2015. Αυτά τα προβληματικά δάνεια έχουν αυξηθεί από το 9,3% του ΑΕΠ στο 14,4%. Κατά συνέπεια, το ποσοστό των ιταλικών προβληματικών δανείων ως ποσοστό όλων των προβληματικών δανείων στην Ευρωζώνη έχει αυξηθεί από το 21% το 2009 στο 30% το 2015. Αυτή η αύξηση οφείλεται στην πρόοδο των υπόλοιπων τραπεζών της Ευρωζώνης σ’ ό,τι αφορά την εκκαθάριση των ισολογισμών τους. Δηλαδή το ποσοστό όλων των προβληματικών δανείων στην Ευρωζώνη ως ποσοστό του συνολικού ΑΕΠ τους, αν και αυξήθηκε από το 7,4% το 2009 στο 15,5% το 2013, σήμερα έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2009.

Σε αντίθεση με την Ιρλανδία και την Ισπανία, οι οποίες έχουν «βιώσει» τη δημιουργία και το σκάσιμο φούσκας στην αγορά κατοικίας, η μεγάλη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ιταλία δεν αποδίδεται στην ανάληψη μεγάλων χρεών. Στην Ιταλία, τα χρέη των επιχειρήσεων και των νοικουριών είναι χαμηλότερα από τον μέσον όρο της Ευρωζώνης. Τα χρέη ως προς το διαθέσιμο εισόδημα περιορίζονται στο 62,6% και έτσι είναι χαμηλότερα από το αντίστοιχο 84,5% στη Γερμανία. Η αναλογία χρεών ως προς το διαθέσιμο εισόδημα για τα νοικοκυριά στην Ισπανία και την Ιρλανδία είναι ακόμη υψηλότερη, στο 107,6% και 158,8%, αντίστοιχα. Τα προβλήματα στον ιταλικό τραπεζικό κλάδο ξεκίνησαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, τη συνακόλουθη βαθιά ύφεση στην οικονομία και τη βραδεία ανάκαμψη μετέπειτα. Επιπροσθέτως, οι διαρθρωτικές ανεπάρκειες του τραπεζικού συστήματος δεν δημιούργησαν τα απαραίτητα περιθώρια για να απαλλαγεί ο κλάδος από το βάρος των προβληματικών δανείων.

Στο πλαίσιο του κυβερνητικού σχεδίου, μια κακή τράπεζα θα χρηματοδοτείτο με κρατικά κεφάλαια 10 δισ. ευρώ ανοίγοντας τον δρόμο για να απαλλαγούν οι τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια 50 δισ. ευρώ. Υπολογισμοί από τους προϋπολογισμούς των 15 συστημικών ιταλικών τραπεζών δείχνουν πως η μεταφορά ισάξιων προβληματικών δανείων στην κακή τράπεζα θα οδηγούσαν σε συρρίκνωση του συνόλου κατά 21%, επιφέροντας μείωση από 14,4% στο 11,4% επί του ιταλικού ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο καθεμία από τις 15 τράπεζες πρέπει να μεταφέρει, κατά μέσον όρο, το 21% των προβληματικών δανείων της στην κακή τράπεζα. Αυτό θα γινόταν σε τιμή κατά 80% χαμηλότερη της ονομαστικής αξίας των δανείων, εκθέτοντας τις τράπεζες σε απώλειες 40 δισ. ευρώ. Δέκα από τις 15 τράπεζες θα χρειαστούν ενέσεις κεφαλαίων από 0,1 σε 8 δισ. ευρώ, δηλαδή 21,7 δισ. ευρώ επιπλέον σε συνολική βάση. Για να μην υποστούν απώλειες οι μικροεπενδυτές, μια λύση που πολιτικά δεν είναι εφικτή για την Ιταλία, τότε ο καταμερισμός απωλειών πρέπει να γίνει μεταξύ των θεσμικών επενδυτών εκτός τραπεζικού κλάδου, οι οποίοι έχουν τις δυνάμεις να επωμισθούν μια αναδιάρθρωση. Οπότε οι τράπεζες χρειάζονται πίστωση χρόνου για να προχωρήσουν στην αναδιάρθρωση των ισολογισμών τους. Τέλος, οι συνθήκες συμμετοχής των πιστωτών στο bail-in πρέπει να έχουν προκαθοριστεί σε συμβόλαια ούτως ώστε να μπορούν να ζητήσουν πρόσθετη απόδοση στην έκθεσή τους σε πιστωτικό κίνδυνο.

* κ. O Markus Demary είναι διδάκτωρ και οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας.

Πηγή: kathimerini.gr