Της Silvia Merler
Πριν από τα Χριστούγεννα η ιταλική κυβέρνηση ενέκρινε ένα διάταγμα που επιτρέπει την χρήση μέχρι και 20 δισ. ευρώ δημοσίων πόρων, για να καλυφθεί η προληπτική ανακεφαλαιοποίηση της Monte dei Paschi di Siena (MPS) και πιθανώς και άλλων τραπεζών. Την ώρα που φαινόταν ότι τα τραπεζικά προβλήματα της Ιταλίας είχαν ηρεμήσει, τουλάχιστον προς στιγμή, η ΕΚΤ φέρεται να δήλωσε στην ιταλική κυβέρνηση ότι η MPS χρειάζεται τώρα να αντλήσει 8,8 δισ. ευρώ, αντί των 5 δισ. ευρώ που προέβλεπε προηγουμένως.
Αυτό είναι προφανώς μια αρκετά σημαντική αλλαγή. Σχεδόν διπλασιάζει το κενό και ως εκ τούτου, αυξάνει επίσης το ποσό που το κράτος αναμένεται να χορηγήσει. Επομένως, ποιος μπορεί να είναι ο λόγος για αυτή την αναδρομική αλλαγή; Για την ώρα, φαίνεται να υπάρχει αρκετή σύγχυση.
Τόσο το Reuters όσο και οι FT συνδέουν αυτή την αλλαγή με την επιδείνωση της θέσης ρευστότητας της MPS, αλλά αυτό δεν είναι πειστικό. Η ρευστότητα είναι διαφορετικό πράγμα από το κεφάλαιο: εάν δεν ήταν, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι κάθε φορά που μια τράπεζα (ή ένα κράτος) δεν έχει ρευστότητα, είναι επίσης αφερέγγυο. Η θέση ρευστότητας της MPS έχει επανειλημμένως επιδεινωθεί τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά η κρατική παρέμβαση αναμενόταν ήδη να συμπεριλάβει μια εγγύηση ρευστότητας για να το αντιμετωπίσει.
Εναλλακτικά, μπορεί η ΕΚΤ απλώς να σκέφτεται ότι το δυσμενές σενάριο για την σημερινή κατάσταση της MPS έχει επιδεινωθεί. Όπως εξήγησε προσφάτως η ΕΚΤ, η προληπτική ανακεφαλαιοποίηση περιορίζεται στην εισφορά κεφαλαίου που απαιτείται για την αντιμετώπιση των κεφαλαιακών ελλειμμάτων με βάση το δυσμενές σενάριο στα stress test. Ζητήθηκε από την ΕΚΤ να επιβεβαιώσει ότι η τράπεζα έχει κεφαλαιακό έλλειμμα –και να καθορίσει το ποσό του ελλείμματος- επιβεβαιώνοντας παράλληλα ότι σύμφωνα με το βασικό σενάριο, δεν υπάρχει έλλειμμα.
Επομένως, μπορεί να ισχύει ότι το τωρινό δυσμενές σενάριο για την MPS είναι χειρότερο από πριν. Αλλά εάν η κατάσταση έχει επιδεινωθεί στο σημείο που οι τράπεζες ξαφνικά χρειάζονται άλλα 3,8 δισ., αυτό προφανώς θα υποδηλώνει ότι το βασικό σενάριο επίσης δεν είναι πλέον έγκυρο, και ότι το πραγματικό βασικό σενάριο είναι πολύ πιο κοντά στο προηγούμενο δυσμενές. Θα ήταν πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ακριβώς πόσο κοντά, διότι αυτό θα μπορούσε να έχει πολύ σημαντικές συνέπειες για την εφαρμογή της προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης.
Ας θυμηθούμε ότι ο εκτιμώμενος δείκτης CET 1 για την MPS με βάση το δυσμενές σενάριο στα stress tests του Ιουλίου ήταν -2,2%. Εάν αυτή η αλλαγή στο έλλειμμα προέρχεται από μία αλλαγή στο σενάριο το οποίο η ΕΚΤ εκτιμά πως θα πρέπει να ισχύει για την MPS, και εάν το νέο βασικό σενάριο υποδηλώνει έλλειμμα, τότε είναι δύσκολο να δούμε με ποιον τρόπο θα είναι αυτό συμβατό με την προληπτική ανακεφαλαιοποίηση. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας σύμφωνα με το βασικό σενάριο, διαμορφώθηκε στα 8,5 δισ. Ως παράδειγμα, εάν αφαιρούσαμε από αυτό, το πλήρες ποσό των 3,8 δισ. ευρώ που απαιτείται τώρα, αυτό θα φέρει τον CET1 σύμφωνα με το βασικό σενάριο, στο 6,7%. Αυτό το έλλειμμα ίσως είναι μικρότερο, αλλά εάν αυτός είναι ο λόγος για την αλλαγή, η νέα αξιολόγηση θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί έτσι και αλλιώς.
Υπάρχει και μια τρίτη επιλογή. Τα ιταλικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι οι Ιταλοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει αορίστως ότι αυτό οφείλεται σε μια αλλαγή στον τρόπο που το έλλειμμα υπολογίστηκε, "όπως έγινε για τις ελληνικές τράπεζες".
Στην αξιολόγηση του AQR το 2015, η ΕΚΤ είχε αλλάξει τα όρια για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών ελλειμμάτων για τις ελληνικές τράπεζες, από το 8% που ήταν το βασικό σενάριο και 5% το δυσμενές σενάριο (όπως και στα stress tests του 2014), στο 9,5% και 8% αντιστοίχως. Είχα γράψει για αυτό τότε: δεν είχε δοθεί εξήγηση στην έκθεση για το AQR, αλλά η παρουσίαση των αποτελεσμάτων για τις ελληνικές τράπεζες ανέφερε πως το 9,5% "αντανακλούσε το προφίλ ρίσκου για τις τράπεζες. Αυτή η αυξημένη απαίτηση, δεν είναι κάτι που ακολουθεί αυτομάτως από τις προβλέψεις της προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης στην BRRD, επομένως μπορεί να οδηγεί σε αναπροσαρμογή μοντέλου. Ωστόσο στην ελληνική περίπτωση, οι τράπεζες επαναξιολογήθηκαν προτού επιβληθεί αυτή η πρόσθετη απαίτηση. Στην περίπτωση της MPS, εάν επιβεβαιωθεί, αυτό μοιάζει περισσότερο σαν μια αναδρομική στροφή από τα τεστ του Ιουλίου, από τα οποία προέκυψε το προηγούμενο κεφαλαιακό έλλειμμα. Επιπλέον, εάν αυτό ήταν όντως το αποτέλεσμα σε μια αναπροσαρμογή μοντέλου, τότε θα πρέπει πιθανώς να οδηγήσει σε μια επαναξιολόγηση του όλου συστήματος.
Επομένως αυτό μας αφήνει μπερδεμένους. Αυτή η αλλαγή στις κεφαλαιακές απαιτήσεις ίσως είναι το αποτέλεσμα μιας σημαντικής αλλαγής στο ισχύον σενάριο των stress tests –κάτι που μπορεί να αποκλείει τη δυνατότητα μιας προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης. Ή, ίσως είναι το αποτέλεσμα μιας προσαρμογής μοντέλου –περίπτωση στην οποία η προληπτική ανακεφαλαιοποίηση αποτελεί ακόμη επιλογή αλλά το πρόβλημα μπορεί να ξεπερνάει την MPS και να απαιτεί μια επαναξιολόγηση του συνολικού συστήματος. Και οι δύο αυτές εναλλακτικές, έχουν ενδεχομένως σοβαρές συνέπειες, για την MPS και ενδεχομένως και για άλλες ιταλικές τράπεζες.
Η ΕΚΤ χρειάζεται να αποκαλύψει ποια είναι η δικαιολογία για αυτό, και πρέπει να το κάνει το συντομότερο δυνατό. Η διαφάνεια και η αξιοπιστία των εποπτικών δράσεων είναι κρίσιμοι παράγοντες για την αποτελεσματική λειτουργία του ενιαίου πλαισίου εποπτείας της ΕΕ και για να δοθεί τελικά βεβαιότητα στον επενδυτή, σχετικά με το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου. Αυτού του είδους η εύθραυστη λήψη αποφάσεων ασφαλώς οδηγεί σε διαφορετική κατεύθυνση.
Πηγή: capital.gr / Bruegel.org