Πώς επηρεάζεται η Wall Street από τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ.

Του Sergei Klebnikov

Η Wall Street έχει κάνει δύσκολη αρχή μέχρι στιγμής φέτος, εξαιτίας μιας σειράς προκλήσεων, όπως ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι αναμενόμενες αυξήσεις των επιτοκίων. Οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ θα κάνουν το 2022 ακόμη πιο δύσκολο, προσθέτοντας ένα ακόμη επίπεδο αβεβαιότητας στο επενδυτικό κλίμα. 

Οι τιμές καταναλωτή εκτοξεύονται με τον πληθωρισμό να βρίσκεται σε υψηλά σχεδόν 40 ετών, τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού συνεχίζουν να υφίστανται και τα κρούσματα του κορονοϊού αυξάνονται λόγω της παραλλαγής Όμικρον. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έχει αρχίσει να συσφύγγει τη νομισματική πολιτική σε μια προσπάθεια να ελέγξει τον πληθωρισμό. Μόλις η Fed ολοκληρώσει το tapering των μηνιαίων αγορών περιουσιακών στοιχείων της τον Μάρτιο, σκοπεύει να αυξήσει τα επιτόκια τρεις φορές αργότερα φέτος, κάτι που δεν έχει κάνει από το 2018.

Τον Νοέμβριο, οι Ρεπουμπλικάνοι ελπίζουν να ανακτήσουν τον έλεγχο είτε της Βουλής των Αντιπροσώπων είτε της Γερουσίας. Θα χρειαστούν πέντε έδρες για να κερδίσουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και μία έδρα στη Γερουσία. Η Πενσυλβάνια, το Ουισκόνσιν, η Αριζόνα, η Τζόρτζια και η Φλόριντα αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να καθορίσουν την αλλαγή ή όχι στο Κογκρέσο. 

"Το πιο ευνοϊκό αποτέλεσμα για τις αγορές θα ήταν μια νίκη των Ρεπουμπλικάνων τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία", λέει ο Jeremy Siegel, καθηγητής Οικονομικών στη Σχολή Wharton του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια. "Αν οι Ρεπουμπλικάνοι πάρουν τη Βουλή και όχι τη Γερουσία, αυτό θα ήταν επίσης ένα σχετικά ευνοϊκό αποτέλεσμα".

Για να διαπιστώσει πώς τα διάφορα εκλογικά αποτελέσματα θα επηρεάσουν το χρηματιστήριο, το Forbes ανέλυσε τα δεδομένα της αγοράς από το 1945 με τη βοήθεια της CFRA Research.

Εν ολίγοις, όταν πρόκειται για τη χρηματιστηριακή απόδοση, οι Δημοκρατικοί πρόεδροι έχουν το πλεονέκτημα. Από το 1945 έως το τέλος του 2021, ο σύνθετος ρυθμός ετήσιας ανάπτυξης του S&P 500 ήταν 9,4% υπό Δημοκρατικούς προέδρους σε σύγκριση με 6,6% υπό Ρεπουμπλικάνους. 

Οι καλύτερες αποδόσεις, ωστόσο, προέκυψαν υπό Δημοκρατικούς προέδρους που κρατούνταν υπό έλεγχο από ένα διχασμένο ή ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο. "Ιστορικά, οι επενδυτές προτιμούν την κατανεμημένη εξουσία στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση", αναφέρει ο επικεφαλής οικονομολόγος της RSM, Joe Bruseulas. 

Για παράδειγμα, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε βρεθεί αντιμέτωπος με ένα διαιρεμένο Κογκρέσο από τον Νοέμβριο του 2010 έως το 2014, με τους Ρεπουμπλικάνους να κατέχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ οι Δημοκρατικοί είχαν τη Γερουσία, με τον S&P 500 να σημειώνει άνοδο σχεδόν 70% κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Ο μέσος όρος απόδοσης του S&P 500 στα έτη κατά τα οποία οι Δημοκρατικοί κατείχαν ταυτόχρονα τον Λευκό Οίκο και τα δύο σώματα του Κογκρέσου είναι 10,5%. Αν και οι αποδόσεις αυτές δεν είναι κάτι που πρέπει να αγνοηθεί, το καλύτερο σενάριο για τους επενδυτές -με μέσο κέρδος 13,6% για τον S&P 500- είναι όταν ένας Δημοκρατικός πρόεδρος προεδρεύει σε ένα διαιρεμένο Κογκρέσο. Η δεύτερη καλύτερη απόδοση, με μέσο κέρδος 13%, είναι όταν ένας Δημοκρατικός πρόεδρος συνεργάζεται με ένα ενωμένο Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο.

"Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί για τους Δημοκρατικούς είναι να χάσουν τον έλεγχο και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου", λέει ο Sam Stovall, επικεφαλής επενδυτικής στρατηγικής της CFRA Research. "Σε αυτή την περίπτωση η αγορά θα κέρδιζε χάνοντας, που σημαίνει ότι η Wall Street θα δει μια ελαφρώς βελτιωμένη μέση απόδοση".

Υπάρχει βέβαια ένα πράγμα που πρέπει να υπολογίσουμε σε περίπτωση που οι Δημοκρατικοί χάσουν, καθώς αυτό θα σημαίνει λιγότερες κυβερνητικές δαπάνες. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί θα έχουν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να περάσουν μεγάλα νομοσχέδια αν οι Ρεπουμπλικάνοι αποκτήσουν τον έλεγχο είτε της Βουλής των Αντιπροσώπων είτε της Γερουσίας. Στις αγορές συχνά αρέσουν οι μεγάλες κυβερνητικές δαπάνες. Σκεφτείτε ότι οι μετοχές "εκτινάχθηκαν" όταν η κυβέρνηση Μπάιντεν πέρασε το νομοσχέδιο για τις υποδομές ύψους 1,2 τρισ. δολαρίων τον περασμένο Νοέμβριο, ενώ οι δημοσιονομικές δαπάνες έδωσαν στις αγορές χώρο για να "τρέξουν", καθώς ο S&P 500 σημείωσε κέρδη 26% τους 12 μήνες που ακολούθησαν τον Μάρτιο του 2020. 

Το τελευταίο νομοσχέδιο των Δημοκρατικών για τον προϋπολογισμό, το Build Back Better Act, περιλαμβάνει περισσότερες δαπάνες για τις υποδομές και το κλίμα, αλλά έχει κολλήσει εδώ και μήνες μετά την σθεναρή αντίθεση του γερουσιαστή Joe Manchin. Με τις ενδιάμεσες εκλογές να πλησιάζουν -και τις προοπτικές των Δημοκρατικών να μην φαίνονται ακριβώς ρόδινες-, το νομοσχέδιο αυτό θα πρέπει να προωθηθεί πριν από τον Νοέμβριο, καθώς είναι απίθανο να περάσει αν οι Ρεπουμπλικάνοι πάρουν τη Βουλή ή τη Γερουσία, γεγονός που θα σήμαινε λιγότερες δαπάνες για τις αγορές.

Επομένως, πώς θα κινηθούν οι μετοχές από τώρα μέχρι τον Νοέμβριο; Τα έτη με ενδιάμεσες εκλογές τείνουν να έχουν συνολικά ασθενέστερες αποδόσεις στο χρηματιστήριο. Το δεύτερο έτος μιας προεδρικής θητείας έχει κάποια "μοναδικά χαρακτηριστικά και κανένα από αυτά δεν είναι ευνοϊκό για τους επενδυτές", λέει ο James Stack, πρόεδρος της InvesTech Research και της Stack Financial Management.

2

Τα δεύτερα έτη των προεδρικών θητειών αποφέρουν τη χαμηλότερη μέση απόδοση του S&P 500 - μόλις 4,9%. Επιπλέον, το β' και το γ' τρίμηνο των ενδιάμεσων ετών οδηγούν στις χειρότερες αποδόσεις, μειωμένες κατά μέσο όρο κατά 1,8% και 0,5%, αντίστοιχα.

Το 2022 θα μπορούσε να είναι χειρότερο από τον μέσο όρο, δεδομένων των ανησυχιών για τον πληθωρισμό, τις μεταλλάξεις του κορονοϊού, τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από τη Fed. "Δεν υπάρχει τίποτα που η αγορά δεν αντιπαθεί περισσότερο από την αβεβαιότητα και αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση της μεταβλητότητας, ειδικά το 2022", σημειώνει ο Stack, ο οποίος τονίζει ότι η νομισματική πολιτική θα μπορούσε να τρομάξει τις αγορές ακόμη περισσότερο από ό,τι αναμένεται χάρη στο σχέδιο της Fed να συρρικνώσει γρήγορα τον ισολογισμό της.

Ωστόσο, υπάρχουν κάποια καλά νέα στον ορίζοντα. Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι το δ' τρίμηνο των ενδιάμεσων ετών και το α' τρίμηνο του επόμενου έτους έχουν τις δύο ισχυρότερες αποδόσεις σε ολόκληρη τη προεδρική θητεία, σημειώνοντας άνοδο 6,1% και 7,5% κατά μέσο όρο, αντίστοιχα. "Μέχρι τότε θα έχουμε επίσης τουλάχιστον μία, αν όχι δύο αυξήσεις επιτοκίων και οι επενδυτές θα συνειδητοποιήσουν ότι ο κόσμος δεν έχει έρθει στο τέλος του", τονίζει ο Stovall.

3

Το ράλι των μετοχών συνεχίζεται και κατά το τρίτο έτος της θητείας ενός προέδρου, όταν υπάρχει μια πίεση για την τόνωση της οικονομίας ενόψει των επόμενων εκλογών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτερες αποδόσεις της αγοράς έρχονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου - ο S&P 500 αυξάνεται κατά μέσο όρο 16% σε αυτά τα τρίτα έτη. Επιπλέον, κατά τους έξι μήνες μετά τις ενδιάμεσες εκλογές -από τον Νοέμβριο έως τον Απρίλιο- ο S&P 500 κερδίζει κατά μέσο όρο 14,3% και αυξάνεται στο 95% των περιπτώσεων. 

"Πολύ συχνά θα δείτε μια θετική αντίδραση στις ενδιάμεσες εκλογές, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα κερδίζει", σημειώνει ο Stack.

Πηγή; capital.gr / forbes.com