Εάν η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση αποδειχθεί καταστροφή ή απλώς μία ανωμαλία στο οδόστρωμα καθ’ οδόν προς την ενοποίηση της Ευρώπης, μια από τις συνέπειες έχει ήδη καταστεί ενοχλητικά και πασιφανώς ξεκάθαρη. Το Brexit θα εδραιώσει τη Γερμανία ως την ηγετική δύναμη της ευρωπαϊκής ηπείρου και αυτός είναι ένας ρόλος με τον οποίον ούτε η Γερμανία ούτε κανείς άλλος αισθάνεται εντελώς άνετα. Σπανίως έχει αισθανθεί τόσο μόνη στο κέντρο της Ευρώπης. Με τη Βρετανία απούσα, η Γερμανία χάνει μία σημαντική εταίρο στην Ε.Ε. και στην εξωτερική πολιτική πέραν αυτής, χωρίς να σημαίνει πως ήταν εύκολη η συνεργασία μαζί της τα τελευταία χρόνια.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ είναι προσηλωμένη στην ευρωπαϊκή ιδέα. Ο Ντέιβιντ Κάμερον χαρακτηρίζει την Ε.Ε. «πολύ μεγάλη, πολύ δεσποτική, πολύ ελεγκτική». Παρα ταύτα και με δεδομένες τις εθνικιστικές πιέσεις σε σχεδόν κάθε χώρα της Ε.Ε., ο κ. Κάμερον θεωρείτο αρκετά καλός εταίρος ως ισχυρός υποστηρικτής των πολιτικών λιτότητας, που προώθησε το Βερολίνο κατά τη διάρκεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και της ελληνικής κρίσης, που ακολούθησε. Υπερασπίστηκε τη συμφωνία της κ. Μέρκελ με την Τουρκία για τους πρόσφυγες και πρόθυμα συνέπλευσε με τους λοιπούς ηγέτες, όταν ζήτησαν από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να μη στηρίζει τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ της Συρίας. Η Βρετανία διαθέτει τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στην Ευρώπη και ένα διπλωματικό σώμα παγκοσμίου κύρους. Επίσης, πρέπει να αναφέρουμε και την οικονομία της, η οποία μπορεί να μη λειτουργεί με το 100% των κινητήρων της, αλλά βρίσκεται σε άριστη κατάσταση έναντι σχεδόν όλης της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Η αποχώρηση της Βρετανίας συνιστά καίριο χτύπημα στη Γερμανία, εφόσον οι άλλοι εταίροι είναι εξασθενημένοι ή απομακρύνονται και η σχέση με τη Γαλλία είναι, ούτως ή άλλως, περίπλοκη. Με μια πρώτη ματιά, ο γαλλογερμανικός άξονας, η χαλύβδινη ραχοκοκαλιά της Ευρώπης επί δεκαετίες, είναι ισχυρότερος από ποτέ. Λίγες ώρες μετά τη νίκη του στρατοπέδου του Brexit, η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ανέφερε δηλώσεις των δυο υπουργών Εξωτερικών Γαλλίας και Γερμανίας, Ζαν-Μαρκ Ερό και Φρανκ-Γουόλτερ Σταϊνμάγιερ, για το ότι «τώρα η Ευρώπη χρειάζεται καθοδήγηση και είναι ευθύνη της Γαλλίας και της Γερμανίας να το πράξουν». Βέβαια, και η Γαλλία είναι δύσκολη εταίρος. Ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δέχεται τεράστιες πιέσεις από το ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν, η οποία αναμένεται να εξασφαλίσει το ένα τρίτο των ψήφων στις προσεχείς προεδρικές εκλογές, καθώς και από τα ισχυρά συνδικάτα, τα οποία αντιτάσσονται στις εργασιακές αλλαγές αγγλογερμανικού τύπου προ προωθεί η κυβέρνησή τους. Σε συνδυασμό με τη διαρκώς ασθενική οικονομία, η Γαλλία πλέον φαίνεται να μην είναι ικανή να ηγηθεί εντός Ευρώπης, πόσο μάλλον εκτός αυτής.
Η έξοδος της Βρετανίας δεν προϋποθέτει τη λήξη της βρετανογερμανικής συνεργασίας. Αλλά η Βρετανία θα βρεθεί ενώπιος ενωπίω μιας μακράς περιόδου πολιτικής εσωστρέφειας, οπότε η Γερμανία για το προσεχές μέλλον θα είναι μόνη, παίζοντας ένα ρόλο τον οποίο όχι μόνον δεν επιδίωξε, αλλά ορισμένες φορές τον απέτρεψε. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι ένας βασικός λόγος που συνεστήθη η Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν να ελεγχθεί η γερμανική δύναμη από το να αναλάβει ηγετικούς ρόλους στα κράτη-μέλη. Εντέλει, όμως, τι ακριβώς συμβαίνει, όταν το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξαρτάται αδιαμφισβήτητα από μια νέα μορφή γερμανικής ισχύος; Η Γερμανία δεν μπορεί να προχωρήσει μόνη ούτε θέλει, αλλά χωρίς δυνατή εταίρο να μοιραστεί τον πρώτο ρόλο, έχει την ανούσια επιλογή να το κάνει με μια μεγάλη ομάδα αναξιόπιστων εταίρων ή να συγκροτήσει νέο κλειστό κύκλο. Κανείς δεν θέλει να δώσει μία θέση στο τραπέζι στο ακροδεξιό πολωνικό κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη», αλλά με το να του την αρνείται, θα ενδυναμώσει τον εθνικιστικό ναρκισσισμό σε χώρες οι οποίες ήδη πλήττονται από αντι-ευρωπαϊκές τάσεις με κίνδυνο περαιτέρω αποχωρήσεων.